ΠΑΘΗΣΕΙΣ ΚΕΡΑΤΟΕΙΔΟΥΣ/ΦΑΚΟΥ

ΠΑΘΗΣΕΙΣ ΚΕΡΑΤΟΕΙΔΟΥΣ/ΦΑΚΟΥ

1)ΚΕΡΑΤΟΚΩΝΟΣ

Χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση μίας προοδευτικής «κωνικής» παραμόρφωσης της καμπύλης επιφάνειας του κερατοειδούς, που επεκτείνεται συνηθέστερα στο κάτω μισό του, ρινικά και κάτω του οπτικού άξονα, δημιουργώντας μία προεξοχή σαν μικρό λόφο και παραμορφώνοντας το είδωλο που σχηματίζεται στο βυθό του ματιού.

Στα αρχικά στάδια της νόσου η παραμόρφωση πρωτοεμφανίζεται σαν ανώμαλος αστιγματισμός όμως στην εξέλιξή της παρατηρείται προοδευτική λέπτυνση, ουλοποίηση και τελικά θολερότητα στην περιοχή που υπάρχει ο κώνος. Το σημαντικό στον κερατόκωνο είναι ότι προκαλεί προοδευτική, μερική ή ολική, πτώση της όρασης η οποία δεν βελτιώνεται με γυαλιά και μπορεί να φθάσει μέχρι και την τύφλωση.

Η αιτιολογία παραμένει ουσιαστικά άγνωστη. Θεωρείται γενικά κληρονομική ασθένεια (με αναλογία 1:1 ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες) και για την εμφάνισή της ενοχοποιούνται πολλοί παράγοντες, κυρίως ανωμαλίες της δομής ή του μεταβολισμού των διαφόρων τμημάτων του κερατοειδούς. Είναι ελαφρώς συχνότερη σε νεαρούς ασθενείς (10-25 ετών) με σοβαρό άσθμα ή έκζεμα και σε άτομα με χρωμοσωμικές ανωμαλίες όπως το σύνδρομο Down. Η συχνότητα του στη Ελλάδα είναι 1 / 2.000 άτομα.

Ο κερατόκωνος είναι πολλές φορές πάθηση ασυμπτωµατική. Η διάγνωσή του γίνεται τυχαία κατά τον προεγχειρητικό έλεγχο διαθλαστικής χειρουργικής. Άλλοτε διαπιστώνεται κατά τον τυπικό οφθαλμολογικό έλεγχο στον οποίο προσέρχεται ο ασθενής παραπονούμενος για απότομη μείωση της όρασής του που συμβαίνει λόγω απότομης αύξησης του αστιγματισμού ή και της μυωπίας του. Συνήθως εμφανίζεται στην εφηβεία όπου και εξελίσσεται σχετικά γρήγορα, στη συνέχεια επιβραδύνεται ο ρυθμός κι η εξέλιξή του σταματά περίπου στα 35 χρόνια ζωής.

Τα πρώτα σημάδια του κερατόκωνου είναι συνήθως:

 

  •  Ο ερεθισμός και το υπερβολικό τρίψιμο των ματιών.
  • Η συνεχώς αυξανόμενη μυωπία κι ο ανώμαλος αστιγματισμός.
  • Οι συχνές αλλαγές στα γυαλιά κι η δυσανεξία στους μαλακούς φακούς επαφής.
  • Η αυξημένη ευαισθησία στο φως(παραθλάσεις και φωτοστέφανα).
  • Η δυσκολία κατά την οδήγηση τη νύχτα ή σε μέρες µε έντονη ηλιοφάνεια

Σε προχωρημένες μορφές, μια σοβαρή επιπλοκή είναι ο οξύς κερατοκωνικός ύδρωπας που οφείλεται σε ρήξεις της μεμβράνης του Descement (στην εσωτερική επιφάνεια του κερατοειδούς) με αποτέλεσμα οξύ και σοβαρό οίδημα του κερατοειδούς που εκδηλώνεται με συμπτώματα όπως δραματική πτώση της όρασης, ξαφνικός οξύς πόνος στο μάτι κι έντονη ερυθρότητα.

Η εξέταση στη σχισμοειδή λυχνία αποκαλύπτει τα χαρακτηριστικά κλινικά σημεία κερατόκωνου.

Αυτά είναι:

  • Πρόπτωση του κάτω βλεφάρου στην κατώτερη βλεμματική θέση(σημείο Munson).
  • Επιθηλιακές εναποθέσεις σιδήρου γύρω από τη βάση του κώνου εντός του επιθηλίου και της μεμβράνης Bowman (Δακτύλιος Fleisher)
  • Λεπτές κατακόρυφες πτυχές στο επίπεδο του εν τω βάθει κερατοειδικού στρώματος και της μεμβράνης του descement (Vogt’s striae)

Άλλες εξετάσεις:

  • Στο οφθαλμόμετρο του Javal παρατηρείται αδυναμία παραλληλισμού των κατοπτρικών ειδώλων, που αντικατοπτρίζονται στον κερατοειδή.
  • Στο δίσκο του Placido παρατηρείται παραμόρφωση των ομόκεντρων δακτυλίων του δίσκου που προβάλλονται στον κερατοειδή.
  • Στην τοπογραφία του κερατοειδούς απεικονίζονται, σήμερα, επακριβώς οι μεταβολές στην καμπυλότητα του κερατοειδούς στον κερατόκωνο.

 

Τρόποι αντιμετώπισης:

  • γυαλιά ή και φακοί επαφής: χρησιμοποιούνται στα αρχικά στάδια της νόσου, κυρίως για να αποκαταστήσουν τα διαθλαστικά σφάλματα (π.χ. μυωπία ή ανώμαλος αστιγματισμός). Όμως ενώ η πάθηση εξελίσσεται, σύντομα τέτοια μέσα αποδεικνύονται αναποτελεσματικά. Ένας μεγάλο ποσοστό ασθενών κάνουν χρήση ημίσκληρων ή σκληρών ημιδιαπερατών κερατοκωνικών φακών για χρόνια
  • ICRS – Intrastromal Corneal Ring Segments: εισαγωγή ενδοστρωματικών κερατοειδικών δακτυλίων. Η μέθοδος ενίσχυε τη δομική ακεραιότητα του κερατοειδούς (ομαλοποίηση τοπογραφικής εικόνας), αποτρέποντας έτσι την περαιτέρω πτώση της οράσεως του κερατοκωνικού οφθαλμού
  • Corneal Collagen Cross Linking (C3R/CXL): μια πρωτοποριακή θεραπεία με ενθαρρυντικά αποτελέσματα που χρησιμοποιεί φωτοσυνθετικούς παράγοντες, όπως η ριβοφλαβίνη (βιταμίνη Β12) και υπεριώδη ακτινοβολία UV-A (διασύνδεση κολλαγόνου με υπεριώδη ακτινοβολία – πολλαπλασιάζονται οι δεσμοί μεταξύ των δοκίδων κολλαγόνου του κερατοειδούς και ισχυροποιείται έτσι η αντοχή-στιβαρότητά-σκληρότητά του)
  • μεταμόσχευση κερατοειδούς (κερατοπλαστική) μερικού ή ολικού πάχους: όταν συναντάται περιστατικό με κερατόκωνο σε πολύ προχωρημένο στάδιο (όταν ο κερατοειδής ‘τρυπάει’ / ‘σχίζεται’ / ‘καταστρέφεται’)

 

2)ΚΕΡΑΤΙΤΙΔΑ

Κερατίτιδα καλείται η φλεγμονή του κερατοειδούς χιτώνα.

O κερατοειδής χιτώνας είναι ο διάφανος ιστός που αποτελεί το πρόσθιο τμήμα του βολβού του οφθαλμού και βρίσκεται μπροστά από την ίριδα.

Η διαφάνεια του κερατοειδούς εξασφαλίζεται από τις ιστοχημικές ιδιότητες των συστατικών του αλλά και από το γεγονός ότι δεν έχει αγγεία. Είναι ο μοναδικός ανάγγειος ιστός του ανθρωπίνου σώματος.

Ο κερατοειδής είναι το πιο ισχυρό διαθλαστικό μέσο του οφθαλμού και η διαφάνειά του επιτρέπει τη δίοδο εντός του οφθαλμού των φωτεινών ακτίνων που προέρχονται από τα διάφορα αντικείμενα του περιβάλοντος χώρου, ώστε να εστιαστούν στην ωχρά κηλίδα και να  δημιουργηθεί  έτσι το είδωλό τους.

Οι κερατίτιδες επηρεάζουν με διάφορους μηχανισμούς τη διαύγεια του κερατοειδούς πχ με δημιουργία οιδήματος, παθολογικής νεοαγγείωσης ή και ουλοποίησης του, με αποτέλεσμα τη σοβαρή μείωση της όρασης του ασθενούς.

Η φλεγμονή του κερατοειδούς είναι δυνατόν να οφείλεται

  • Σε λοιμώδη αίτια(μόλυνση από βακτήρια, μύκητες, πρωτόζωα ή ιούς)
  • Σε φυσικά αίτια ή/και χημικά αίτια (υπεριώδη ακτινοβολία, χημικά εγκαύματα).
  • Σε αντιδράσεις υπερευαισθησίας.
  • Σε ξηροφθαλμία (μειωμένη παραγωγή ή κακή ποιότητα δακρύων).
  • Σε παρατεταμένη έκθεση του κερατοειδούς χωρίς προστασία(ατελής σύγκλιση βλεφάρων).
  • Σε παράλυση τριδύμου νεύρου (μειωμένη αισθητικότητα κερατοειδούς).

Τα γενικά συμπτώματα μιας κερατίτιδας είναι:

  • Αίσθημα ξένου σώματος ή κι έντονος πόνος.
  • Φωτοφοβία.
  • Αντανακλαστική δακρύρροια.
  • Πτώση της όρασης, λόγω αδιαφάνειας του κερατοειδούς.

Έγχρωμη άλως  γύρω από τα φωτεινά αντικείμενα που οφείλεται   στο προκαλούμενο από τη φλεγμονή οίδημα του κερατοειδούς λόγω ανάλυσης και σκέδασης του φωτός  κατά τη διέλευσή του από το οιδηματικό στρώμα.

 

-Μικροβιακή κερατίτιδα

Συχνότερα μικροβιακά αίτια είναι

  • ο Streptococcus pneumoniae (πνευμονιόκοκκος), ο οποίος έχει σαν εστία τις χρόνιες παθήσεις του αποχετευτικού συστήματος των δακρύων πν χρόνιες δακρυοκυστίτιδες.
  • ο επιδερμικός σταφυλόκοκκος.
  • η ψευδομονάδα,που συχνά συνδέεται με παρατεταμένη κακή χρήση φακών επαφής.

Απαραίτητη προϋπόθεση για την εμφάνιση κερατίτιδας είναι η λύση της συνέχειας του κερατοειδικού επιθηλίου, που θα αποτελέσει την πύλη εισόδου για τον μικροοργανισμό.

 

Οι μικροβιακές λοιμώξεις του κερατοειδούς εμφανίζονται με τη μορφή έλκους με υπεγερμένα χείλη, και απαιτεί άμεση τοπική αντιμικροβιακή θεραπεία. Αν η νόσος μείνει χωρίς θεραπεία μπορεί να καταλήξει σε διάτρηση του κερατοειδούς, με επέκταση της φλεγμονής εντός του οφθαλμού, και τελικά την απώλειά του.

 

 

 

 

-Κερατίτιδα από μύκητες

Η προσβολή του κερατοειδούς από μύκητες είναι σπάνια.

 Εμφανίζεται  συνήθως:

  • Μετά από τραυματισμό με υλικό οργανικής προέλευσης, όπως κλαδί δέντρου, αγκάθι κλπ. Συνήθως αναπτύσσεται μετά από 2-4 εβδομάδες μετά τον τραυματισμό.
  • Σε άτομα που θεραπεύονται για μεγάλο χρονικό διάστημα με κορτιζόνη και αντιβιοτικά κολλύρια για άλλη πάθηση του κερατοειδούς.
  • Άτομα που πάσχουν από χρονιά νόσο πχ σακχαρώδη διαβήτη.

 

Η φλεγμονή από μύκητες εμφανίζεται με τη μορφή κεντρικής διήθησης του κερατοειδούς, περιβαλλόμενης από γκριζωπή άλω διηθημένου ιστού και συνοδεύεται από δορυφόρες μικρές άλλες διηθήσεις.

 

Η έναρξη των συμπτωμάτων είναι βραδεία, με αίσθημα ξένου σώματος, πόνο που αυξάνει βαθμιαία και ερυθρότητα.

Η διάγνωση, τίθεται από την κλινική εικόνα, το χρόνο επώασης την εργαστηριακή επιβεβαίωση του μύκητα.

Η θεραπεία, που συνήθως ξεκινά χωρίς να περιμένουμε το αποτέλεσμα της καλλιέργειας είναι δύσκολη. Περιλαμβάνει αγωγή με αντιμυκητιασικά φάρμακα, ενώ μερικές φορές η κερατοπλαστική είναι απόφευκτη.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ερπητική κερατίτιδα

Η μόλυνση του ανθρώπου με τον ιό του απλού έρπη είναι πολύ συχνή. Το 90% των ανθρώπων πάνω από 15ετών είναι οροθετικά στον ιό αλλά σπάνια εκδηλώνεται ως ενεργός κλινική λοίμωξη. Ο ιός του έρπητα μπορεί να εγκατασταθεί μόνιμα σε κάποιο κοντινό σημείο του νευρικού συστήματος και σε περιόδους κατά τις οποίες εξασθενεί η άμυνα του οργανισμού να μεταναστεύσει προς τον οφθαλμό και να προκαλέσει φλεγμονή.

Μορφές ερπητικής κερατίτιδας

Η ερπητική κερατίτιδα ανάλογα με το μέρος του κερατοειδή που προσβάλλεται διακρίνεται σε:

  • Επιθηλιακή  μορφή

Στην τυπική της μορφή η  ερπητική κερατίτιδα χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση  μιας πληγής, ενός έλκους δηλαδή της επιφάνειας του κερατοειδούς, με διακλαδώσεις που θυμίζουν κλαδιά δέντρου και ως εκ τούτου ονομάζεται δενδριτικό έλκος.

Σε μερικές περιπτώσεις ένα δενδριτικό έλκος, μπορεί να διευρυνθεί  χάνοντας την αρχική του μορφή και να πάρει γεωγραφική ή αμοιβαδοειδή μορφή. Αυτό το έλκος ονομάζεται γεωγραφικό έλκος. Αυτό συνήθως συμβαίνει όταν χρησιμοποιείται κολλύριο κορτιζόνης λόγω λανθασμένης διάγνωσης.

 

  • Στρωματική μορφή:

Με τη χαρακτηριστική θόλωση βαθιά  στον κερατοειδή (διάμεση κερατίτιδα).

  • Νεκρωτική μορφή

Με τη χαρακτηριστική προσβολή ολόκληρου του κερατοειδούς.

Θεραπεία ερπητικής κερατίτιδας

Η επιθηλιακή μορφή χρειάζεται μόνο τοπική χρήση αντιερπητικής αλοιφής.

Η στρωματική ερπητική κερατίτιδα  χρειάζεται αντιβιοτικά από το στόμα και τοπικά σταγόνες κορτιζόνης

Η νεκρωτική μορφή χρειάζεται αντιερπητικά και κορτιζόνη από το στόμα.

 

Υπεριώδης φωτοκερατίτιδα

Φωτοκερατίτιδα ονομάζεται το έγκαυμα στον κερατοειδή χιτώνα που προκαλείται από την υπεριώδη ακτινοβολία (εκπέμπεται πέραν του φάσματος του ορατού φωτός και σε μήκη κύματος μεταξύ 190 και 400nm)

Η ηλιακή ακτινοβολία περιέχει μεγάλο ποσό υπεριώδους ακτινοβολίας, η οποία όμως απορροφάται κατά το μεγαλύτερο μέρος της από την ατμόσφαιρα και κυρίως από το στρώμα του όζοντος.

Αίτια φωτοκερατίτιδας

  • Το μεγάλο υψόμετρο (λόγω αραιής ατμόσφαιρας κι αντανάκλασης από χιόνι, πάγο)
  • Η θάλασσα (υψηλή αντανάκλαση)
  • Οξυγονοκόλληση – Ηλεκτροσυγκόληση
  • Λάμπες υπεριώδους ακτινοβολίας (πχ σολάριουμ, άλλες πηγές που απαντώνται στη βιομηχανία)

Συμπτώματα

Τα συμπτώματα εμφανίζονται 6-10ώρες μετά την έκθεση στην ακτινοβολία  και περιλαμβάνουν:

  • Αίσθηση ξένου σώματος
  • Δακρύρροια
  • Φωτοφοβία
  • Πόνος
  • Βλεφαρόσπασμος

Σημεία

  • Ερυθρότητα δέρματος προσώπου και βλεφάρων
  • Υπεραιμία επιπεφυκότα
  • Στικτή απόπτωση επιθηλίου κερατοειδούς

 

Τα πιο πάνω συμπτώματα και σημεία υποχωρούν αυτόματα μετά από 24-48 ώρες χωρίς να αφήσουν υπολείμματα.

Πρόληψη

  • Ενημέρωση του κοινού για τους κινδύνους της υπεριώδους ακτινοβολίας.
  • Τα άτομα που εκτίθενται στην υπεριώδη ακτινοβολία πρέπει να προστατεύονται με ειδικά γυαλιά η πλήρη κάλυψη των οφθαλμών.

 

Θεραπεία

  • Αναλγητικά τοπικά ή συστηματικά
  • Τεχνητά δάκρυα
  • Πιεστική επίδεση του οφθαλμού

 

ΕΠΙΣΗΜΑΙΝΕΤΑΙ ΟΤΙ Η ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΤΟΠΙΚΩΝ ΑΝΑΛΓΗΤΙΚΩΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΠΡΟΚΑΛΕΣΕΙ ΤΟΞΙΚΗ ΒΛΑΒΗ ΣΤΟ ΕΠΙΘΗΛΙΟ ΤΟΥ ΚΕΡΑΤΟΕΙΔΟΥΣ.

 

 

 

3)ΚΑΤΑΡΡΑΚΤΗΣ

Ο καταρράκτης (cataract) είναι μια οφθαλμική πάθηση που αναπτύσσεται με την γήρανση. Είναι η σταδιακή με την πάροδο των ετών θόλωση του κρυσταλλοειδούς φυσικού φακού του ματιού, πίσω από την ίριδα. Ο φυσικός φακός του ματιού είναι κανονικά διαυγής για να περνάει μέσα από αυτόν το φως για να φτάσει στη συνέχεια στον αμφιβληστροειδή χιτώνα, στην οπίσθια επιφάνεια του ματιού, για την αποτύπωση των οπτικών ερεθισμάτων. 

   

Με την πάροδο λοιπόν των ετών, ο φακός αυτός χάνει την αρχική του σύσταση και θολώνει (γεροντικός καταρράκτης). Η συγκεκριμένη πάθηση κάνει την εμφάνισή της συνήθως μετά τα 60, χωρίς όμως να αποκλείονται οι περιπτώσεις εμφάνισης και σε νεότερες ηλικίες. Η έκθεση στον ήλιο (υπεριώδης ακτινοβολία) αλλά και η κακή διατροφή επιταχύνουν την εμφάνιση της νόσου.

 

Τα κυριότερα συμπτώματα καταρράκτη είναι:

  • μειωμένη (θολή) όραση (μακρυνή ή κοντινή)
  • εξασθενημένη χρωματική αντίληψη (color perception)
  • θάμβος ή αισθητά μειωμένη ευαισθησία αντίθεσης (contrast sensitivity)
  • αισθητά μειωμένη νυχτερινή όραση (night vision)
  • τακτικές αλλαγές στην συνταγογράφηση γυαλιών
  • φωτοευαισθησία (φωτοφοβία)
  • λάμψεις, αντανακλάσεις και φωτοστέφανα (άλως)
  • Σε πρώιμο στάδιο ο καταρράκτης μπορεί να αντιμετωπιστεί με συνταγογράφηση γυαλιών. Η λύση αυτή όμως είναι σίγουρα προσωρινή. Η ολοκληρωτική αφαίρεση (θεραπεία) του καταρράκτη πραγματοποιείται ξεκάθαρα με χειρουργική επέμβαση. 

 

 

 

 

 

 

Σε πρώιμο στάδιο ο καταρράκτης μπορεί να αντιμετωπιστεί με συνταγογράφηση γυαλιών. Η λύση αυτή όμως είναι σίγουρα προσωρινή. Η ολοκληρωτική αφαίρεση (θεραπεία) του καταρράκτη πραγματοποιείται ξεκάθαρα με χειρουργική επέμβαση. 

   Η περισσότερο διαδεδομένη μέθοδος είναι η τεχνική της φακοθρυψίας (phacoemulsification) με υπερήχους. Πρόκειται για μια χειρουργική διαδικασία υψηλής ασφάλειας εξαιτίας της προηγμένης τεχνολογίας που χρησιμοποιείται.

Η μέθοδος της φακοθρυψίας (phacoemulsification) είναι μία εντελώς αναίμακτη και ανώδυνη λύση για την αφαίρεση του καταρράκτη. Η μέθοδος είναι πολύ γρήγορη και έχει πολύ υψηλά ποσοστά επιτυχίας. Με την βοήθεια ενστάλλαξης αναισθητικών σταγόνων τοπικά, δημιουργούνται 2 μικροσκοπικές τομές στον οφθαλμό (συνήθως 2-3mm). 

Έπειτα πραγματοποιείται η καψουλόρηξη, ένα κυκλικό άνοιγμα στο πρόσθιο περιφάκιο για την εισαγωγή ενός ειδικού εργαλείου (σαν μικρή βελόνα) που εκπέμπει τους ηπερήχους και θρυμματίζει – κατακερματίζει και αναρροφά τον θολωμένο καταρρακτικό φακό (φακοθρυψία).

  • Τελικά, στη θέση του φυσικού, κρυσταλλοειδούς φακού του οφθαλμού τοποθετείται ένας ενδοφθάλμιος φακός (από ακρυλικό) που ονομάζεται ενδοφακός (IOL – intraocular lens). Στην φακοθρυψία δεν γίνεται χρήση ραμμάτων και ο ασθενής επιστρέφει άμεσα στις καθημερινές του δραστηριότητες (δεν απαιτείται προληπτική διαμονή στην κλινική – εξαίρεση αποτελούν πολύπλοκα περιστατικά όπου ενέχονται κι άλλες παθήσεις όπως γλαύκωμα, κερατοπάθεια, προβλήματα βυθού κ.α.). Στις μέρες μας μια επέμβαση καταρράκτη μπορεί να συνδυαστεί με την αντιμετώπιση της πρεσβυωπίας και του αστιγματισμού, χρησιμοποιώντας τους κατάλληλους ενδοφθάλμιους φακού (ενδοφακούς).

Ο ενδοφθάλμιος φακός που χρησιμοποιείται στην διαδικασία της φακοθρυψίας είναι ένας μικρός, τεχνητός φακός (ακρυλικός ή σιλικόνης) που εμφυτεύεται με χειρουργική επέμβαση και αντικαθιστά τον υπάρχοντα θολό φακό (γίνεται καλά ανεκτός από το μάτι). Η τεχνολογία των ενδοφθάλμιων φακών έχει κάνει τεράστια πρόοδο. Παραδοσιακά, ο φακός που χρησιμοποιείτο για την επέμβαση καταρράκτη ήταν ένας μονοεστιακός φακός. Υπάρχουν διάφορα είδη και ποιότητες ενδοφακών και η σωστή επιλογή από τον θεράποντα ιατρό είναι σημαντική για την μετεγχειρητική όραση του ασθενούς. Η σύγχρονη τεχνολογία πλέον προσφέρει μια ευρεία γκάμα επιλογής.

 

ΠΑΘΗΣΕΙΣ ΒΥΘΟΥ

-Αποκόλληση αμφιβληστροειδή

 

Ο αμφιβληστροειδής είναι μια ημιδιαφανής μεμβράνη που καλύπτει το εσωτερικό πίσω μέρος του βολβού του ματιού (βυθός). Περιέχει τα φωτοευαίσθητα νευρικά κύτταρα (ραβδία και κωνία) τα οποία μετατρέπουν τα οπτικά ερεθίσματα σε ηλεκτρικά σήματα που διαβιβάζονται στον εγκέφαλο και μεταφράζονται σε εικόνες. Η αποκόλληση του αμφιβληστροειδούς είναι η κατάσταση εκείνη κατά την οποία ο αμφιβληστροειδής χιτώνας αποχωρίζεται από τον υποκείμενο χοριοειδή χιτώνα. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα, την απομάκρυνση των κατεξοχήν στοιχείων για την αντίληψη του φωτός (ραβδίων και κωνίων) από το τροφικό τους υποστρώμα, το μελάγχρουν επιθήλιο και τη χοριοτριχοειδική στιβάδα με αποτέλεσμα την εκφύλιση αυτών και τελικά την τύφλωση.

 

Υπάρχουν 3 διαφορετικοί τύποι αποκόλλησης

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

.

 

                                                                               1) Ρηγματογενής αποκόλληση Απαραίτητη προϋπόθεση είναι η δημιουργία ρωγμής στον αμφ/δη, δια μέσου της οποίας υγρό από τον υαλοειδικό χώρο παρεμβάλλεται μεταξύ του μελάγχρου επιθηλίου και του αμφ/δούς, με αποτέλεσμα την αποκόλληση του από το τοίχωμα του βολβού.

 

Προδιαθεσικοί παραγοντες:

    • Εκφυλιστικές βλάβες στην περιφέρεια του αμφ/δούς
    • Τραύματα βολβού
    • Υψηλή μυωπία
    • Κατάσταση του υαλοειδούς (ζελατινώδης ουσία που πληροί τον βολβό του οφθαλμού και έρχεται σε επαφή με τον αμ/δή). Σε μερικές περιπτώσεις, το υαλοειδές ρευστοποιείται, και αποχωρίζεται από το αμφ/δη. Τα φαινόμενο αυτό μπορεί να επέλθει απότομα οπότε προκαλούνται έλξεις στον αμφιβληστροειδή. Εάν ο αμφιβληστροειδής είναι ευαίσθητος σε αυτό το σημείο, οι έλξεις αυτές μπορεί να οδηγήσουν στη δημιουργία ρωγμής, μέσα από την οποία ενδέχεται να περάσουν τα ενδοφθάλμια υγρά και να προκαλέσουν αποκόλληση του αμφιβληστροειδούς.

 

2)Ελκτική αποκόλληση Οφείλεται σε παθολογικές αλλοιώσεις του υαλοειδούς κατά τις οποίες δημιουργούνται υαλοειδοαμφιβληστροειδικές μεμβράνες που ρικνούμενες εξασκούν ισχυρές έλξεις στον αμφ/φή με τελικό αποτέλεσμα την αποκόλλησή του.

  1. Εξιδρωματική ή δευτεροπαθής αποκόλληση

Εδώ το υπαμφιβληστροειδικό υγρό προέρχεται από τον χοριοειδή λόγω διαταραχής της διαπερατότητας του μελάγχρου επιθηλίου π.χ σε φλεγμονές ή όγκους του χοριοειδούς.

 

Η αποκόλληση του αμφιβληστροειδούς είναι μια επείγουσα κατάσταση και ο ασθενής πρέπει να είναι σε θέση να αναγνωρίσει τα συμπτώματα της αποκόλλησης.

 

 

Αυτά είναι:

  • Φωταψίες δηλαδή λάμψεις(αστραπές –σπίθες) σύντομης διάρκειας.
  • Μυοψίες Απότομη εμφάνιση μαύρων κηλίδων (μυγών –πεταλούδων).
  • Ελάττωση της όρασης λόγω υαλοειδικής αιμορραγίας.
  • Απώλεια τμήματος του οπτικού πεδίου όταν αρχίζει και αποκολλάται ο αμφ/δης.
  • Δραματική πτώση της όρασης όταν αποκολληθεί η ωχρά.

Τα συμπτώματα αυτά πρέπει να θορυβήσουνε τον ασθενή ώστε να αναζητήσει άμεσα βοήθεια από οφθαλμίατρο γιατί η αποκόλληση του αμφιβληστροειδούς αποτελεί επείγουσα κατάσταση, η οποία μπορεί να βλάψει μόνιμα την όραση του ασθενούς.

 

Μεγάλη σημασία ως προς την αποτελεσματικότητα της θεραπείας έχει η πρώιμος διάγνωση. Έτσι, αν διαγνωσθούν έγκαιρα μικρές περιφερικές ρωγμές του αμφιβληστροειδούς, γίνεται περιχαράκωση τους με εστιακή laser φωτοπηξία για να σταματήσει η εξέλιξή τους προς πιθανή αποκόλληση. Στην περίπτωση αυτή δεν είναι απαραίτητη η παραμονή του ασθενούς στο νοσοκομείο.

Εάν όμως δεν διαγνωσθούν έγκαιρα, είναι εκτεταμένες ή πιο κεντρικές, η φωτοπηξία με laser συχνά δεν είναι αρκετή να συγκρατήσει τον αμφιβληστροειδή, κι η βλάβη επεκτείνεται έως ότου αποκολληθεί μεγάλο μέρος ή ακόμα κι όλος ο αμφιβληστροειδής.

Σε περιορισμένης και μικρής εκτάσεως ήδη εγκατεστημένη αποκόλληση του αμφιβληστροειδούς, επιχειρείται συμπλησίαση του αμφ/δούς προς το χοριοειδή, αντίστοιχα προς τη ρωγμή, ώστε να εξασφαλισθεί η στεγανή συγκόλληση του αμφ/δούς μα τον υποκείμενο χοριοειδή.

 

Η πιο διαδεδομένη χειρουργική τεχνική που εφαρμόζεται είναι ο περιβροχισμός με σκληρικά μοσχεύματα.

Πρόκειται για μοσχεύματα σιλικόνης, που καθηλώνονται εξωτερικά με ράμματα στο σκληρικό τοίχωμα του ματιού, στην περιοχή που αντιστοιχεί στη ρωγμή, ασκώντας πίεση στον αμφιβληστροειδή από έξω προς τα μέσα. Για την συγκόλληση της ρωγμής του αμφιβληστροειδούς εφαρμόζεται περαιτέρω κρυοπηξία ή laser φωτοπηξία.  Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το «σφράγισμα» της ρωγμής και την αποκατάσταση της αποκόλλησης με την απορρόφηση του υπαμφιβληστροειδικού υγρού από τον ίδιο τον οργανισμό.

Η εγχείριση γίνεται συνήθως με τοπική αναισθησία και τα σκληρικά μοσχεύματα παραμένουν για πάντα στο μάτι χωρίς να προκαλούν πόνο ή να γίνονται αντιληπτά.

 

Εάν η αποκόλληση του αμφιβληστροειδούς είναι εκτεταμένη, η πλέον διαδεδομένη τεχνική είναι η υαλοειδεκτομή.

Για τη συγκόλληση των χειλέων της αμφιβληστροειδικής ρωγμής εφαρμόζεται κρυοπηξία ή ενδο-laser φωτοπηξία για τη ανάπτυξη γύρω από την ρωγμή άσηπτων χοριοαμφιβληστροειδικών εστίών, έτσι ώστε όταν αυτές ουλοποιηθούν να δημιουργηθούν περιοχές στερεάς σύμφυσης μεταξύ του αμφ/δούς και του χοριοειδούς και να κλείσουν την ρωγμή. Στο τέλος της επέμβασης, η οφθαλμική κοιλότητα πληρούται με ένα ειδικό αέριο το οποίο θα διατηρήσει τον αμφιβληστροειδή στην θέση του για τουλάχιστον 15 ημέρες (εσωτερικός επιπωματισμός). Το αέριο αυτό σταδιακά θα απορροφηθεί από τον οφθαλμό και θα αντικατασταθεί με τον φυσιολογικό ορό του ασθενούς.

 

Σε παραμελημένες ή δύσκολες αποκολλήσεις, στο τέλος της εγχείρησης υαλοειδεκτομής αντί του αερίου, το μάτι συμπληρώνεται με έλαιο υγρής σιλικόνης. Η σιλικόνη έχει τον ίδιο ρόλο όπως και το αέριο μόνο που δεν απορροφάται και πρέπει να αφαιρεθεί χειρουργικά όταν κρίνει ο χειρουργός. Το πλεονέκτημα της σιλικόνης είναι ότι προσφέρει σταθερότητα για μακρύ χρονικό διάστημα αρκετών εβδομάδων.

Η ανατομική αποκατάσταση της αποκόλλησης του αμφ/δούς με τα σημερινά χειρουργικά μέσα ανέρχεται στο 90% των περιπτώσεων. Το οπτικό αποτέλεσμα εξαρτάται από το αν η αποκόλληση επεκτάθηκε και στην ωχρά και από το χρόνο που μεσολάβησε μεταξύ της αποκόλλησης και της πραγματοποίησης της χειρουργικής επέμβασης.