ΠΑΘΗΣΕΙΣ ΣΚΛΗΡΟΥ ΚΑΙ ΕΠΙΠΕΦΥΚΟΤΑ

ΠΑΘΗΣΕΙΣ ΣΚΛΗΡΟΥ ΚΑΙ ΕΠΙΠΕΦΥΚΟΤΑ

1)ΕΠΙΠΕΦΥΚΙΤΙΔΑ

Με τον όρο επιπεφυκίτιδα εννοούμε τη φλεγμονή του επιπεφυκότα, του λεπτού βλεννογόνου χιτώνα, που καλύπτει την οπίσθια επιφάνεια των βλεφάρων και το σκληρό χιτώνα μέχρι το σκληροκερατοειδές όριο.

 

Δακρύρροια και βλεννώδεις εκκρίσεις Ο ερεθισμός του επιπεφυκότα οδηγεί κατά κανόνα σε αύξηση της παραγωγής δακρύων και έτσι η δακρύρροια είναι ένα συχνό σύμπτωμα μιας επιπεφυκίτιδας. Στην πραγματικότητα, αυτή η αύξηση των δακρύων είναι κάτι απόλυτα θεμιτό, μια και βοηθά στο ξέπλυμα του ματιού από κάποιον πιθανό ερεθιστικό παράγοντα. Ο ερεθισμός διεγείρει επίσης και την παραγωγή βλέννας. Αν το αίτιο της επιπεφυκίτιδας είναι μικροβιακό, οι εκκρίσεις γίνονται βλεννοπυώδεις και περιέχουν πύον, δηλαδή τα νεκρά  λευκά αιμοσφαίρια και τα συντρίμμια των μικροβίων, αποτέλεσμα της μάχης του οργανισμού ενάντια στη λοίμωξη. Επιπεφυκίτιδα και κοινό κρυολόγημα Λόγω της επικοινωνίας που υπάρχει ανάμεσα στα μάτια και τη μύτη (η αποχέτευση των δακρύων αδειάζει φυσιολογικά τα δάκρυα στον ρινοφάρυγγα), είναι δυνατό με ανιούσα πορεία, ιοί και μικρόβια να φτάσουν από τη ρινική κοιλότητα στο μάτι και να προκαλέσουν επιπεφυκίτιδα. Σε αυτό συμβάλλει και η πτώση της άμυνας του οργανισμού, που προκαλεί η αρχική λοίμωξη. Έτσι μερικές φορές το κοινό κρυολόγημα μπορεί να συνοδεύεται και από επιπεφυκίτιδα, αλλά όχι πάντα. Δακρύρροια μπορεί να εμφανιστεί κατά την πορεία του κρυολογήματος, αλλά δεν σημαίνει υποχρεωτικά και φλεγμονή του επιπεφυκότα. Το κρυολόγημα οδηγεί σε οίδημα του ρινοφάρυγγα και απόφραξη της εξόδου της δακρυικής οδού, με αποτέλεσμα υπερχείλιση των δακρύων που δεν αποχετεύονται, χωρίς όμως να υπάρχει επιπεφυκίτιδα. Αναγνώριση του αιτίου Πιθανά αίτια μιας επιπεφυκίτιδας είναι ο ερεθισμός, το τραύμα, η λοίμωξη και η αλλεργία. Ερεθισμός: Οι ήπιες επιπεφυκίτιδες είναι συνήθως αποτέλεσμα ήπιων ερεθισμών. Ο καπνός ή η σκόνη στον αέρα, το χλώριο σε μια πισίνα, ακόμη και το αλάτι στη θάλασσα μπορούν να προκαλέσουν ερεθισμό των επιπεφυκότων.  Ο βασικός μηχανισμός άμυνας του οργανισμού σε αυτές τις περιπτώσεις είναι ο βλεφαρισμός, το γρήγορο δηλαδή επαναλαμβανόμενο ανοιγόκλεισμα των βλεφάρων, που υγραίνει και ξεπλένει την εξωτερική επιφάνεια του ματιού. Τα παιδιά όμως συχνά «ξεχνάνε» να ανοιγοκλείσουν τα μάτια τους, με συνέπεια την παραμονή του ερεθιστικού παράγοντα στο μάτι. Η αντιμετώπιση τέτοιων ήπιων ερεθιστικών επιπεφυκίτιδων βασίζεται κυρίως στη χορήγηση άφθονων σταγόνων τεχνητών δακρύων και στην απομάκρυνση του παράγοντα που προκάλεσε τον ερεθισμό. Τραύμα ή ξένο σώμα: Αν υπάρχει η υπόνοια ότι μπήκε κάποιο ξένο σώμα ή συνέβη κάποιος τραυματισμός στο μάτι του παιδιού, οι γονείς πρέπει να απευθύνονται στον ειδικό οφθαλμίατρο το συντομότερο δυνατό. Τα συμπτώματα έχουν απότομη εισβολή και περιλαμβάνουν αυξημένη δακρύρροια και ευαισθησία στο φως. Πόνος και φωτοευαισθησία μπορεί να σημαίνει συμμετοχή του κερατοειδούς. Αν υπάρχει ξένο σώμα, πρέπει να αφαιρεθεί και η μετέπειτα θεραπεία περιλαμβάνει ένα αντιβιοτικό κολλύριο και ένα κολλύριο τεχνητών δακρύων.  Ορισμένες φορές ο ιατρός μπορεί να συστήσει το κλείσιμο του ματιού με ειδικό ταμπόν, αλλά όχι πάντα. Υπάρχουν μάλιστα περιπτώσεις (όπως οι τραυματισμοί από κάποιο φυτό, στους οποίους μπορεί να εμπλέκονται μύκητες), όπου το κλείσιμο του ματιού αντενδείκνυται.  Ο κερατοειδής εμφανίζει μεγάλη επουλωτική ικανότητα και ακόμη και μεγάλης έκτασης ελλείμματα, αν είναι επιφανειακά, επουλώνονται σε διάστημα 1-2 ημερών. Ιογενής επιπεφυκίτιδα: Συνήθως υπεύθυνοι είναι αδενοϊοί, οι οποίοι μπορεί να προκαλέσουν ταυτόχρονα και λοίμωξη του ανώτερου αναπνευστικού. Στην επιδημική μορφή (όπου υπεύθυνοι είναι οι αδενοϊοί 3, 8 και 19) η μετάδοση γίνεται πολύ εύκολα, τόσο από το ένα μάτι στο άλλο όσο και από τον ασθενή στους οικείους του. Λόγω της υψηλής μεταδοτικότητας της νόσου χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή στο σπίτι κατά τη χρήση μαξιλαριών, πετσετών κλπ., που έχουν έλθει σε επαφή με το μολυσμένο μάτι ή τις εκκρίσεις του, ενώ επιβάλλεται το συχνό πλύσιμο των χεριών ή και η χρήση αντισηπτικού. Μια ιογενής επιπεφυκίτιδα ξεκινά συνήθως με αίσθηση ξένου σώματος, πόνο, έντονη ερυθρότητα και μια χαρακτηριστική «υγρή» εμφάνιση του οφθαλμού. Οι προωτιαίοι λεμφαδένες (μπροστά από το αυτί) είναι συχνά ψηλαφητοί.

 

Η χαρακτηριστική κόκκινη και υγρή εμφάνιση του ματιού στην ιογενή επιπεφυκίτιδα.
Αν και τα συμπτώματα είναι αρκετά σοβαρά και η πορεία της νόσου μακρά (ένας μήνας ή και περισσότερο), η επιδημική ιογενής επιπεφυκίτιδα σχεδόν ποτέ δεν προκαλεί μόνιμες βλάβες, ούτε απειλεί την όραση. Η θεραπευτική αντιμετώπιση της ιογενούς επιπεφυκίτιδας είναι κυρίως ανακουφιστική και περιλαμβάνει άφθονη χορήγηση τεχνητών δακρύων και κρύες κομπρέσες. Όπως και μια ιογενής λοίμωξη του ανώτερου αναπνευστικού, έτσι και η ιογενής επιπεφυκίτιδα θα ιαθεί, αφού συμπληρώσει τον κύκλο της. Η ερπητική επιπεφυκίτιδα οφείλεται στον ιό του απλού έρπητα (κυρίως τύπου 1 αλλά και τύπου 2) και μπορεί να εμφανιστεί ακόμη και αμέσως μετά τη γέννηση. Η αρχική ερπητική λοίμωξη είναι συνήθως αθώα και ο κερατοειδής δεν συμμετέχει. Επαναλαμβανόμενες όμως υποτροπές, ακόμη και μετά από διάστημα ετών, προσβάλλουν τελικά και τον κερατοειδή προκαλώντας του ένα δενδριτικό έλκος (πληγή που θυμίζει κλαδιά δέντρου) και μόνιμη βλάβη   Η θεραπεία συνίσταται κυρίως στην τοπική εφαρμογή ιοστατικών παραγόντων, όπως η ακυκλοβίρη (Zovirax). Η χρήση κορτικοστεροειδών αντενδείκνυται, όταν υπάρχει ενεργό ερπητικό έλκος.  Μικροβιακή επιπεφυκίτιδα: Οι μικροβιακές επιπεφυκίτιδες είναι συχνότερες στα παιδιά από ό,τι στους ενηλίκους, κυρίως λόγω του ασθενέστερου αμυντικού του συστήματος.  Ο χρυσίζων σταφυλόκοκκος, ένα από τα συνηθέστερα μικροβιακά αίτια, προκαλεί φλεγμονή στις ρίζες των βλεφαρίδων (βλεφαρίτιδα), ενώ προσβάλλει ενίοτε και την περιφέρεια του κερατοειδούς. Ο επιδερμικός σταφυλόκοκκος εμφανίζει παρόμοια κλινική εικόνα αλλά γενικά η φλεγμονή είναι ηπιότερη. Η αντιμετώπιση περιλαμβάνει τον καθαρισμό των βλεφαρίδων με ειδικά χαρτομάντηλα, τη χρήση αντιβιοτικών κολλυρίων και σε ορισμένες σοβαρότερες περιπτώσεις τοπικά στεροειδή. Άλλα πιθανά μικροβιακά αίτια είναι οι στρεπτόκοκκοι, η μοραξέλα, ο γονόκοκκος και η ψευδομονάδα. Γενικά οι μικροβιακές επιπεφυκίτιδες είναι αυτοπεριοριζόμενες, ακόμη και αν μείνουν χωρίς θεραπεία, υπό την προϋπόθεση όμως ότι δεν έχει προσβληθεί ο κερατοειδής.  Καλλιέργειες σπάνια απαιτούνται. Η θεραπεία περιλαμβάνει αντιβιοτικά κολλύρια και άφθονα τεχνητά δάκρυα, ενώ κρύες κομπρέσες μπορεί να βοηθήσουν στην ανακούφιση των συμπτωμάτων, αν συνυπάρχει βλεφαρίτιδα. Τα κυριότερα αντιβιοτικά που χρησιμοποιούνται είναι η τομπραμυκίνη, η χλωραμφενικόλη, η γενταμυκίνη και η σουλφακεταμίδη, καθώς και οι νεώτερες κινολόνες. Οι μικροβιακές επιπεφυκίτιδες μπορεί να είναι το ίδιο μολυσματικές με τις ιογενείς. Συχνότατο πλύσιμο των χεριών, αποφυγή κοινών πετσετών προσώπου, μαξιλαριών, σεντονιών και τήρηση των στοιχειωδών κανόνων υγιεινής μπορούν να αποτρέψουν τη μετάδοση της λοίμωξης από το παιδί στους οικείους του.

 

Αλλεργική επιπεφυκίτιδα Τα παιδιά μπορεί να εμφανίσουν διάφορες μορφές αλλεργικής επιπεφυκίτιδας, αλλά σταθερό χαρακτηριστικό όλων είναι ο κνησμός. Η γύρη, τα καλλυντικά, τα οικιακά απορρυπαντικά, τα διάφορα υλικά των ρούχων και τα κατοικίδια ζώα είναι λίγα μόνο από τα μέλη της τεράστιας λίστας των πιθανών αλλεργιογόνων. Η εαρινή επιπεφυκίτιδα εμφανίζεται συνήθως την άνοιξη και το φθινόπωρο με κνησμό (πολλές φορές έντονο), αίσθηση ξένου σώματος, δακρύρροια, νηματοειδείς εκκρίσεις και φωτοευαισθησία. Ενίοτε προσβάλλει και τον κερατοειδή οπότε μιλάμε για εαρινή κερατοεπιπεφυκίτιδα. Η επιπεφυκίτιδα με γιγαντιαίες θηλές είναι μια άλλη μορφή επιπεφυκίτιδας, που εμφανίζεται σε χρήστες φακών επαφής και υποχωρεί με τη διακοπή της χρήσης τους. Το πολύμορφο ερύθημα ή σύνδρομο Stevens-Johnson είναι μια σπάνια αλλά πολύ σοβαρή μορφή αλλεργικής επιπεφυκίτιδας, που οφείλεται σε υπεραντίδραση του οργανισμού σε ιούς, μικρόβια ή φάρμακα. Ο ακρογωνιαίος λίθος της θεραπείας κάθε είδους αλλεργικής επιπεφυκίτιδας είναι η απομάκρυνση του αλλεργιογόνου παράγοντα. Από εκεί και πέρα υπάρχουν διάφορα φάρμακα, που μπορούν να μειώσουν τα αλλεργικά επεισόδια και να αμβλύνουν τα συμπτώματα της αλλεργίας. Η χρήση τοπικών στεροειδών για την καταστολή της φλεγμονής πρέπει όσο το δυνατό να αποφεύγεται και να προτιμώνται κολλύρια που περιέχουν μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη. Οι περισσότερες επιπεφυκίτιδες δεν θεωρούνται επικίνδυνες και δεν προκαλούν μόνιμη ελάττωση της όρασης. Προβλήματα όμως μπορεί να δημιουργηθούν από την επιπόλαια αντιμετώπιση και κυρίως από την αλόγιστη χρήση των τοπικών στεροειδών. Τα στεροειδή (που συχνά συνδυάζονται και με αντιβιοτικά) μπορεί να προαγάγουν την εμφάνιση καταρράκτη και την ανάπτυξη γλαυκώματος. Επιπλέον η χρήση τους μπορεί να επιτρέψει τη διασπορά κάποιων μάλλον ήπιων λοιμώξεων, όπως η ερπητική κερατοεπιπεφυκίτιδα. Έτσι αυτά τα κολλύρια και οι αντίστοιχες αλοιφές θα πρέπει να  συνταγογραφούνται πάντα από οφθαλμίατρο και όχι να χορηγούνται εμπειρικά από μη ειδικούς ως η γενική θεραπεία για ένα κόκκινο μάτι.  H χρήση φακών επαφής μπορεί επίσης να μετατρέψει μια αθώα επιπεφυκίτιδα σε σοβαρή. Οι φακοί επαφής, ιδιαίτερα οι πολυφορεμένοι, θίγουν την ακεραιότητα του κερατοειδούς και μπορεί να προκαλέσουν απόπτωση ή εκδορές στο επιθήλιο, αυξάνοντας την πιθανότητα και για έλκος του κερατοειδούς. Οποιοσδήποτε φοράει φακούς επαφής και αισθανθεί δυσανεξία, ή το μάτι του κοκκινίσει, πρέπει να τους αφαιρέσει αμέσως και να αναζητήσει τη βοήθεια ειδικού το ταχύτερο δυνατό.

 

2) ΣΚΛΗΡΙΤΙΔΑ

 

Σκληρίτιδα είναι μια βαριά, επώδυνη φλεγμονή του σκληρού χιτώνα, η οποία μπορεί να απειλήσει όχι μόνο την όραση αλλά και την ακεραιότητα του βολβού (διάτρηση του βολβού). Επιπλέον, στο 80% των περιπτώσεων συνοδεύεται από κάποια συστηματική νόσο, η οποία σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να απειλήσει ακόμα και τη ζωή του ασθενούς Παρατηρείται σε άτομα μεγαλύτερης ηλικίας και συχνότερα σε γυναίκες.

Το 80% των περιπτώσεων σκληρίτιδας συνοδεύεται από κάποια συστηματική νόσο. Ένας μεγάλος αριθμός νοσημάτων είναι υπεύθυνος για την εμφάνιση σκληρίτιδας.

Τα συχνότερα νοσήματα που προκαλούν σκληρίτιδα είναι:

  • Ρευματοειδής Αρθρίτιδα
  • Συστηματικός Ερυθηματώδης Λύκος
  • Υποτροπιάζουσα Πολυχονδρίτιδα
  • Νόσος Αδαμαντιάδη – Behcet
  • Σκληροδερμία
  • Οζώδης Πολυαρτηρίτιδα
  • Κοκκιωμάτωση Wegener
  • Αγκυλοποιητική Σπονδυλαρθρίτιδα
  • Φλεγμονώδες Νόσημα του εντέρου
  • Ψωριασική Αρθρίτιδα

Άλλες γενικές νόσοι υπεύθυνες για σκληρίτιδα είναι:

  • Κοκκιωματώδεις φλεγμονές (φυματίωση, σαρκοείδωση, λέπρα)
  • Λοιμώδη νοσήματα (σύφιλη, έρπης)
  • Ροδόχρους ακμή
  • Τραύματα

 

Ανάλογα με την περιοχή του σκληρού που φλεγμαίνει η σκληρίτιδα διακρίνεται σε:

Πρόσθια σκληρίτιδα

Είναι η πιο συχνή μορφή (80% των σκληρίτιδων και αφορά το πρόσθιο τμήμα του σκληρού χιτώνα. Η φλεγμονή γίνεται αντιληπτή κι από τον ασθενή στο λευκό μέρος της μεσοβλεφάριας σχισμής. Μπορεί να έχει διάχυτη ή οζώδη μορφή και συχνά συγχέεται με μια ηπιότερη κι επιφανειακότερη βλάβη με παρόμοια συμπτώματα, την  επισκληρίτιδα.

 

Οπίσθια σκληρίτιδα

Αποτελεί το 20% των περιπτώσεων και η διάγνωσή της γίνεται μόνο με βυθοσκόπηση από τον οφθαλμίατρο. Συνήθως δε συνοδεύεται από συστηματική νόσο και είναι ιδιοπαθής.

 

 

Οι σκληρίτιδες εκδηλώνονται με:

  • Ερυθρότητα και υπεραιμία του οφθαλμού (συνήθως ετερόπλευρη)
  • Φωτοφοβία και Δακρύρροια
  • Έντονο πόνο βολβού, με εξάρσεις τη νύχτα και επιδεινώνεται με τις κινήσεις του βολβού.
  • Κεφαλαλγία (περιοφθαλμική επέκταση πόνου κυρίως κροταφικά).
  • Σημαντική μείωση της οπτικής οξύτητας όταν προσβληθούν τα πρόσθια μόρια (νεκρωτική) ή όταν προσβληθεί ο οπίσθιος πόλος (οπίσθια).

 

Η θεραπεία της σκληρίτιδας γίνεται πάντα σε συνδυασμό με τη θεραπεία της γενικής νόσου.

  • Η συστηματική χορήγηση αντιφλεγμονωδών μη κορτιζονούχων φαρμάκων, σε ελαφρές μορφές σκληρίτιδας, δίνει ικανοποιητικά αποτελέσματα.
  • Κορτιζονοθεραπεία δικαιολογείται σε σοβαρότερες περιπτώσεις.
  • Ανοσοκατασταλτικά χορηγούνται σε περιπτώσεις ανθεκτικές στη κορτιζονοθεραπεία.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

3)ΕΠΙΣΚΛΗΡΙΤΙΔΑ

 

Επισκληρίτιδα είναι μια καλοήθης, αυτοπεριοριζόμενη και συχνά υποτροπιάζουσσα φλεγμονή του επισκληρίου. (Το επισκλήριο αποτελείται από χαλαρό συνδετικό ιστό και προς τα έσω συνέχεται με το στρώμα του σκληρού χιτώνα.)

Παρατηρέιται σε νέα άτομα και στο 30% των περιπτώσεων συνδιάζεται με κάποια γενική νόσο όπως:

  • Έρπη ζωστήρα
  • Σύφιλη
  • Ουρική αρθρίτιδα
  • Νόσο του κολλαγόνου

Συνήθως αποτελεί αντίδραση υπερευσθησίας επιβραδυνόμενου τύπου, συνήθως ενδογενούς αντιγόνου.

Υπάρχουν δύο μορφές επισκληρίτιδας: 1) Η Διάχυτη, που είναι ο πιο συνηθισμένος και απλός τύπος

 

 

2) Η Οζώδης, που διακρίνεται από την ύπαρξη υπεγερμένου λευκού οζιδίου με έντονη υπεραιμία των πέριξ αγγείων. Το οζίδιο αυτό παρουσιάζει κάποια κινητικότητα σε σχέση με το σκληρό ,όπως φαίνεται στη σχισμοειδή λυχνία, σε αντίθεση με το οζίδιο της σκληρίτιδας που δεν είναι κινητό. Επιπλέον στη διαφορική διάγνωση με την σκληρίτιδα βοηθά και η δοκιμασία με κολλύριο επινεφρίνης, όπου κατά την ενστάλλαξή του προκαλείται σύσπαση των αγγείων του επιπεφυκότα και του επισκληρίου, με αποτέλεσμα να εξαφανισθεί η υπεραιμία όταν πρόκειται για επισκληρίτιδα. Σε περίπτωση σκληρίτιδας η υπεραιμία παραμένει.

 

Στα συμπτώματα της επισκληρίτιδας, συμπεριλαμβάνονται τα εξης

  1. Πόνος δεν υπάρχει ποτέ.
  2. Ερυθρότητα οφθαλμού (συνήθως διαρκεί 7-10 ημέρες).
  3. Δυσανεξία ή αίσθημα βάρους του οφθαλμού.
  4. Δακρύρροια.
  5. Ευαισθησία της περιοχής στην πίεση.

Αναφορικά με τη θεραπεία, οι ελαφρές περιπτώσεις υποχωρούνε σε 1-2 εβδομάδες. Σε περιπτώσεις δυσανεξίας του ασθενούς χορηγούνται  τοπικά μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη κολλύρια και τεχνητά δάκρυα. Σε υποτροπιάζουσες περιπτώσεις χορηγούνται μη στεροειδή αντιφλεγμνώδη από το στόμα. Αν συνυπάρχει συστηματική νόσος, η θεραπεία της, οδηγεί στην ίαση.

 

4)ΥΠΟΣΦΑΓΜΑ

Υπόσφαγμα λέγεται η συγκέντρωση μικρής ή μεγαλύτερης ποσότητας αίματος κάτω από τον επιπεφυκότα, που συμβαίνει συνήθως μετά τη ρήξη κάποιου μικρού αγγείου στην περιοχή. . Ο βολβικός επιπεφυκότας είναι διαφανής και έτσι καθίσταται ορατό το αίμα που συγκεντρώνεται κάτω από αυτόν.

Το υπόσφαγμα μπορεί να συμβεί

  •  αυτόματα αλλά επίσης και
  • μετά από έντονη σωματική άσκηση,
  • μετά από απότομο σήκωμα βάρους,
  • ή μετά από έντονο βήχα, εμετό, κλπ. Άτομα με υπέρταση, διαβήτη ή λήψη αντιπηκτικών φαρμάκων, έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να εμφανίσουν υποσφάγματα.

Το υπόσφαγμα είναι μια κατάσταση που ενώ τρομάζει τον ασθενή δεν ενέχει κανένα κίνδυνο για το μάτι ή την όραση. Δεν χρειάζεται καμία θεραπεία. Η απορρόφηση γίνεται από τον ίδιο τον οργανισμό μέσα σε λίγες ημέρες. Θα πρέπει όμως να γίνει έλεγχος της αρτηριακής πίεσης του ασθενούς και της πηκτικότητας του αίματός του ιδιαίτερα όταν λαμβάνει αντιπηκτικά, για επανακαθορισμό της δοσολογίας τους.

 

5)ΠΤΕΡΥΓΙΟ

To πτερύγιο είναι ένα τριγωνικό στρώμα ινοαγγειακού ιστού του επιπεφυκότα, το οποίο εισδύει στον κερατοειδή (το διαυγές πρόσθιο τμήμα του βολβού). Εντοπίζεται κυρίως ρινικά, στην μεσοβλεφάρια σχισμή.

Η ακριβής αιτία του πτερυγίου δεν έχει διαπιστωθεί ακόμη. Το πτερύγιο παρουσιάζεται συχνότερα σε άτομα που εργάζονται στην ύπαιθρο, ιδίως σε θερμά κλίματα με μεγάλη ηλιοφάνεια. Το πτερύγιο αναπτύσσεται προοδευτικά προς το κέντρο του κερατοειδούς προκαλώντας αστιγματισμό και μπορεί να εμποδίσει την όραση όταν πλησιάσει τον οπτικό άξονα. Σε περίπτωση όπου το πτερύγιο ερεθιστεί και γίνει κόκκινο μπορεί να χρησιμοποιηθούν τοπικά σταγόνες ή αλοιφές για να μειώσουν τη φλεγμονή. Η χειρουργική αφαίρεση ενδείκνυται είτε για κοσμητικούς λόγους (αν το πτερύγιο είναι μεγάλο, επεκτείνεται ή προκαλεί δυσμορφία) είτε σε περιπτώσεις που από την πρόοδο του πτερυγίου απειλείται ο οπτικός άξονας με αποτέλεσμα τη μείωση της όρασης. Παρά τη σωστή όμως χειρουργική αφαίρεση, το πτερύγιο μπορεί να υποτροπιάσει ιδίως σε νεαρά άτομα.

 

6) ΣΤΕΑΤΙΟ

Το στεάτιο είναι μια πολύ συχνή αλλοίωση  κιτρινόλευκου χρώματος στο βολβικό επιπεφυκότα, παραπλεύρως του σκληροκερατοειδικού ορίου, είτε από τη ρινική είτε από την κροταφική πλευρά του. Δεν είναι όγκος αλλά χαρακτηρίζεται από εκφύλιση των κολλαγόνων ινών του στρώματος του επιπεφυκότα που καταλήγει στην εναπόθεση πρωτεϊνών και λίπους.

Το στεάτιο μπορεί επίσης να αποτελεί αντίδραση σε χρόνιο ερεθισμό του ματιού ή σε έντονο ηλιακό φως.

Αντίθετα με το πτερύγιο, το στεάτιο δεν προχωρεί προς τον κερατοειδή κι έτσι δεν απειλεί την όραση.

Κύριο χαρακτηριστικό τους είναι οι συχνές φλεγμονές. Δε χρειάζεται θεραπεία εκτός εάν παρουσιάσει φλεγμονή. Το στεάτιο δεν «εισβάλλει» στον οπτικό άξονα και έτσι δεν απειλεί την όραση. Αν όμως είναι ενοχλητικό, μπορεί να αφαιρεθεί χειρουργικά, γεγονός όμως που γίνεται σπάνια.