Παθήσεις

Home / Παθήσεις

-ΔΙΑΘΛΑΣΤΙΚΕΣ ΑΝΩΜΑΛΙΕΣ ΤΟΥ ΜΑΤΙΟΥ

  1. ΜΥΩΠΙΑ

Η μυωπία είναι η διαθλαστική ανωμαλία κατά την οποία μια παράλληλη δέσμη ακτινών εισερχόμενη στο μάτι, δεν εστιάζεται στον αμφιβληστροειδή, όπως συμβαίνει στα φυσιολογικά εμμετρωπικά μάτια αλλά μπροστά από αυτόν. Έτσι τα οπτικά ερεθίσματα του περιβάλλοντος, δηλαδή τα είδωλα των διαφόρων αντικειμένων, δεν εστιάζονται πάνω στην επιφάνεια του αμφιβληστροειδή χιτώνα, αλλά μπροστά από εκείνον, με αποτέλεσμα να είναι ιδιαίτερα δυσχερής η μακρινή όραση.

Το βασικό σύμπτωμα της μυωπίας είναι η θολή αντίληψη των μακρινών αντικειμένων. Έτσι ο μύωπας στην προσπάθεια του να δει καλύτερα μακριά αναγκάζεται να κλείνει ελαφρώς τα βλέφαρα του. Το σύμπτωμα αυτό που στα αρχαία ελληνικά ονομάζεται «μυείν» έδωσε και το όνομά του στη μυωπία . Το σφίξιμο των βλεφάρων όμως δεν μπορεί να συνεχιστεί για πολύ και οδηγεί γρήγορα σε κόπωση των ματιών ή πονοκεφάλους, καθιστώντας τη χρήση γυαλιών αναγκαία.

Το μυωπικό μάτι βλέπει τα κοντινά αντικείμενα ασκώντας λιγότερη προσαρμογή άρα και σύγκλιση των οφθαλμών σε σχέση με τα εμμετρωπικά μάτια. Έτσι επειδή όλο το βάρος πέφτει στη σύγκλιση ταύτισης για κοντά ο ασθενής μπορεί να εμφανίσει συμπτώματα κοπιωπίας (πονοκεφάλους κι εύκολη κόπωση κατά την κοντινή εργασία). Τα πρώτα χρόνια της ζωής μπορεί να εμφανιστεί αποκλίνοντας στραβισμός (εξωτροπία) αν ο μικρός ασθενής προτιμήσει να ανταλλάξει την κοπιαστική διόφθαλμη όραση με την άνετη μονόφθαλμη που του εξασφαλίζει η απώθηση της εικόνας του ενός ματιού.

Η μυωπία είναι κυρίως κληρονομική ανωμαλία, αφού οι βαθμοί της και η εξέλιξη της καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό από το γονιδίωμά μας (DNA). Έχουν βρεθεί μέχρι σήμερα 14 γονίδια που αυξάνουν τη συχνότητα εμφάνισης της μυωπίας. Σημαντικό ρόλο επισής διαδραματίζουν, περιβαλλοντολογικοί παράγοντες, όπως,

Α) Η παρατεταμένη κοντινή εργασία σε κλειστούς, σκοτεινούς χώρους,

Β) Η κατάχρηση του ηλεκτρονικού υπολογιστή, των κινητών τηλεφώνων και των ταμπλετών, ειδικότερα σε νεαρή ηλικία.

Οι ανωτέρω λόγοι, φαίνεται ότι συνδέονται ισχυρά με τη μεγάλη αύξηση της εμφάνισης της μυωπίας σε νεαρά άτομα στις σύγχρονες κοινωνίες. Την ανωμαλία αυτή παρουσιάζει σχεδόν το 50% των ανθρώπων στην παραγωγική ηλικία παγκοσμίως. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (WHO) αναδεικνύει μάλιστα την μυωπία σαν Πανδημία, αφού σε ορισμένες περιοχές του πλανήτη αφορά πλέον στο 80 -90% των νέων κάτω απ’ την ηλικία των 30 ετών (πχ στην Σιγκαπούρη).

Ανάλογα με την αιτιολογία της η μυωπία διακρίνεται σε:

  1. Διαθλαστική μυωπία δηλαδή αυξημένη δύναμη της διαθλαστικής συσκευής του οφθαλμού, (κυρίως του κερατοειδούς χιτώνα ή του φακού).
  2. Αξονική μυωπία δηλαδή αυξημένο προσθοπίσθιο μήκος του οφθαλμού. Αυτό ισχύει συνήθως για μυωπίες άνω των -4,0 D ή και άνω των -6,0 D.
  3. Μυωπία συσχέτισης, όταν η ισχύς του διαθλαστικού συστήματος του οφθαλμού είναι λίγο μεγαλύτερη από ότι χρειάζεται για το δεδομένο μήκος του βολβού παρόλο που και οι δυο αυτοί παράγοντες βρίσκονται μέσα στα όρια του εμμετρωπικού οφθαλμού. Συνήθως πρόκειται για μικρές μυωπίες.
  4. Κατασκευαστικά προβλήματα του κρυσταλλοειδούς φακού του ματιού (όπως συγγενής σφαιροφακία, συγγενές γλαύκωμα, οπτική νευροπάθεια, προωρότητα κα) σε εξαιρετικά σπάνια περιπτώσεις.

 

Συνήθως η μυωπία μετριέται σε διοπτρίες κι ανάλογα με τη σοβαρότητά της διακρίνεται σε:

  • Ήπια ως τρεις διοπτρίες (βαθμούς)
  • Μέτρια, από τρεις ως έξι διοπτρίες (βαθμούς)
  • Μεγάλη, από έξι διοπτρίες και άνω (βαθμούς)

 

Η ΜΥΩΠΙΑ ΣΗΜΕΡΑ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΔΙΟΡΘΩΘΕΙ ΜΕ ΠΟΛΛΟΥΣ ΤΡΟΠΟΥΣ

Α. Ο πιο κοινός τρόπος θεραπείας της μυωπίας είναι η χρήση γιαλών ή φακών επαφής με αποκλίνοντες σφαιρικούς φακούς. Οι φακοί αυτοί είναι λεπτότεροι στο κέντρο και παχύτεροι στην περιφέρεια (αμφίκοιλοι). Με αυτούς τους φακούς τα είδωλα των αντικειμένων, που προβάλλονται μπροστά από τον αμφιβληστροειδή, μετακινούνται προς τα πίσω, ώστε να εστιάζονται ακριβώς σε αυτόν.

Β. Τα τελευταία χρόνια οι διαθλαστικές επεμβάσεις με Laser για τη διόρθωση της μυωπίας βελτίωσαν την ποιότητα ζωής εκατομμυρίων ανθρώπων, απαλλάσσοντας τους από την εξάρτηση από γυαλιά ή φακούς επαφής. Με εμπειρία 20 και πλέον ετών, δεν αποτελούν πλέον μια ριψοκίνδυνη, αμφίβολης αποτελεσματικότητας κι ασφάλειας εναλλακτική, αλλά έχουν καθιερωθεί ως μόνιμη, σίγουρη κι οικονομική λύση.

  1. Τέλος, σε μερικές περιπτώσεις η ένθεση εξελιγμένων ενδοφακών με διατήρηση ή αφαίρεση του φυσιολογικού κρυσταλλοειδούς φακού του ματιού, αποτελεί την εναλλακτική λύση διαθλαστικής διόρθωσης σε νεαρούς ενήλικες ή μεσήλικες ασθενείς με υψηλή μυωπία (συνήθως άνω των 9 διοπτριών), που για κάποιο λόγο στον προεγχειρητικό τους έλεγχο αντενδείκνυται η διόρθωση της μυωπίας του με laser.

 

2)ΥΠΕΡΜΕΤΡΩΠΙΑ

Είναι η διαθλαστική ανωμαλία κατά την οποία, όταν ο οφθαλμός είναι σε κατάσταση ηρεμίας, οι ακτίνες του φωτός δεν συγκεντρώνονται στον αμφιβληστροειδή, όπως είναι το φυσιολογικό, αλλά πίσω από αυτόν.

Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να είναι δυσχερής η κοντινή όραση που με την πρόοδο της ηλικίας και τη προοδευτική απώλεια της προσαρμοστικής ικανότητας του οφθαλμού γίνεται σταδιακά δυσχερής τόσο η ενδιάμεση όσο κι η μακρινή όραση δυσκολεύοντας την καθημερινότητα του πάσχοντος.

Η υπερμετρωπία μπορεί να οφείλεται:

  • Ή σε μικρό προσθοπίσθιο άξονα του ματιού (αξονική υπερμετρωπία) ή
  • Σε μικρή διαθλαστική δύναμη του ματιού, είτε λόγω μειωμένης διαθλαστικότητας του φακού, είτε λόγω μικρής κυρτότητας του κερατοειδούς

 

Η υπερμετρωπία είναι η συχνότερη διαθλαστική ανωμαλία. Ο άνθρωπος κατά τη γέννηση είναι συχνά υπερμέτρωπας κατά +1,0D έως και +3,0 D. Στα πρώτα χρόνια αυξάνονται ραγδαία οι διαστάσεις του βολβού και η υπερμετρωπία ελαττώνεται προοδευτικά μέχρι την ηλικία των 15 χρονών. Έτσι σε ορισμένα άτομα παραμένει ένας βαθμός υπερμετρωπίας άλλα γίνονται εμμετρωπικά και άλλα μυωπικά.

Η λειτουργία της προσαρμογής παίζει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του τελικού ποσού της υπερμετρωπίας, αφού με την ενεργοποίηση της το άτομο μπορεί να αντιρρόπησει μέρος ή ολόκληρο το ποσό της υπερμετρωπίας του.

  1. Λανθάνουσα υπερμετρωπία: είναι το ποσό της υπερμετρωπίας που διορθώνεται από τον τόνο του ακτινωτού μυός (συνήθως το ποσό αυτό δεν υπερβαίνει την  +1,0D).
  2. Έκδηλη υπερμετρωπία: είναι το ποσό της υπερμετρωπίας που δε μπορεί να αντιρροπηθεί από το φυσιολογικό τόνο του ακτινωτού μυός.
  3. Αντιρροπούμενη υπερμετρωπία:Το ποσό της υπερμετρωπίας που αντιρροπείται με την μέγιστη ενεργοποίηση της προσαρμογής
  4. Απόλυτη υπερμετρωπία: είναι το ποσό της υπερμετρωπίας που δε μπορεί να αντιρροπηθεί από το μηχανισμό της προσαρμογής.

 

 

Τρόποι διόρθωσης υπερμετρωπίας:

  • Διορθωτικά γυαλιά με θετικό σφαίρωμα

Η υπερμετρωπία διορθώνεται με την τοποθέτηση ενός θετικού φακού μπροστά από το μάτι, ανάλογα με το βαθμό της υπερμετρωπίας, ώστε οι προσπίπτουσες παράλληλες ακτίνες, μετά τη διάθλασή τους από το διοπτρικό σύστημα του οφθαλμού να εστιαστούν επί του αμφιβληστροειδούς.

 

  • Φακοί επαφής. Κύριες ενδείξεις είναι

                                    -η ανισομετρωπία,

                                    -η υψηλή υπερμετρωπία (>4,0D) και

                                    -η αφακία

  • Διαθλαστικές επεμβάσεις με laser κυρίως σε νεαρά υπερμετρωπικά άτομα (< 30 ετών). Με τον τρόπο αυτό αντιμετωπίζονται κυρίως περιπτώσειςήπιας ή μέτριας υπερμετρωπίας(μέχρι 5-6 διοπτρίες)
  • Αντίθετα σε άτομα άνω των 50 ετών που έχουν μέτρια ή υψηλή υπερμετρωπία προτείνεται η χειρουργική αφαίρεση του καθαρού κρυσταλλοειδούς φακού κι η ένθεση κατάλληλου ενδοφακού ανάλογα με τις ανάγκες και τις δραστηριότητές του κάθε ασθενούς. Σήμερα μπορούν να χρησιμοποιηθούν και ειδικοί πολυεστιακοί  ενδοφακοί που εξασφαλίζουν ικανοποιητική όραση σε  μεγαλύτερο εύρος αποστάσεων.

 

3)ΑΣΤΙΓΜΑΤΙΣΜΟΣ

Στον αστιγματισμό, η διαθλαστική δύναμη του ματιού δεν είναι η ίδια σε όλους τους μεσημβρινούς, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η συγκέντρωση των εισερχομένων στο μάτι ακτινών σε ένα σημείο. Στις περισσότερες περιπτώσεις, ο αστιγματισμός οφείλεται σε διαταραχές του σχήματος του κερατοειδούς.

Στον αστιγματισμό και τα μακρινά και τα κοντινά αντικείμενα φαίνονται παραμορφωμένα. Αυτό συμβαίνει επειδή n καμπυλότητα του κερατοειδούς δεν είναι ομοιόμορφη σε όλη του την επιφάνεια, με αποτέλεσμα οι ακτίνες του φωτός να μην εστιάζονται στο ίδιο επίπεδο.

Κατά συνέπεια, παράλληλη δέσμη ακτίνων διερχόμενη από το οπτικό αυτό σύστημα εστιάζεται σε δύο εστιακές γραμμές, που είναι ασύμβατες κάθετες μεταξύ τους. Η βαρύτητα των συμπτωμάτων του αστιγματισμού είναι συνάρτηση του βαθμού και του τύπου του.

Συχνά συμπτώματα του αστιγματισμού περιλαμβάνουν:

  • Μείωση οπτικής οξύτητας (ο αστιγματικός ασθενής βλέπει θολά και λόγω της αστιγματικής παραμόρφωσης του ειδώλου οι κύκλοι γίνονται αντιληπτοί σαν ελλείψεις ή ένα φωτεινό σημείο φαίνεται σαν να έχει ουρά).
  • Κοπιωπία(σε μικρό αστιγματισμό και μόνο σε νέα άτομα)
  • Θόλωση της όρασης
  • Διάχυση των αντανακλώμενων φώτων(κατά τη βραδινή οδήγηση) κ
  • Δυσκολία σε εργασίες που απαιτούν συγκέντρωση, όπως ανάγνωση, χρήση υπολογιστή κλπ

Οφθαλμικό ραιβόκρανο (παιδιά με λοξό αστιγματισμό, στα οποία δε χορηγήθηκαν γυαλιά, στην προσπάθειά τους να δούν καλύτερα, γέρνουν το κεφάλι τους στο πλάι).

 

Ο αστιγματισμός συνήθως  είναι  κληρονομική ανωμαλία, αφού οι βαθμοί της και η εξέλιξη του διαθλαστικού σφάλματος καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από το γονιδίωμά μας (DNA).

Φυσιολογικά δεν παρουσιάζει σημαντικές μεταβολές κατά τη διάρκεια της ζωής, ενώ σε αντίθετη περίπτωση μπορεί να υποδηλώνει άλλες σοβαρότερες καταστάσεις που απαιτούν περαιτέρω διερεύνηση (πχ κερατόκωνος).

Ο αστιγματισμός μπορεί να προέρχεται:

  1. Από τον κερατοειδή ο οποίος έχει διαφορετικές ακτίνες καμπυλότητας στους διάφορους μεσημβρινούς (άρα και διαθλαστική ισχύ) με μια μέγιστη τιμή σε έναν και μια ελάχιστη τιμή σε έναν άλλο. Αυτοί οι δύο μεσημβρινοί ονομάζονται κύριοι μεσημβρινοί.
  2. Από το φακό λόγω μικροανωμαλιών στην καμπυλότητα της επιφάνειάς του ή μεταβολών του δείκτη διάθλασής του (φακικός ασγτιγματισμός)
  3. Από τον οπίσθιο πόλο λόγω ανωμαλιών της καμπυλότητάς του (αμφιβληστροειδικός αστιγματισμός)

Ο αστιγματισμός μπορεί να είναι και επίκτητος π.χ σε περιπτώσεις τραυματισμού ή άλλων παθήσεων του κερατοειδούς, που προκαλούν παραμόρφωση του σχήματός του.

 

Ο αστιγματισμός συνήθως συνυπάρχει με μυωπία ή υπερμετρωπία και διακρίνεται σε:

  1. Απλός αστιγματισμός: η μία εστιακή γραμμή εστιάζεται πάνω στον αμφιβληστροειδή ενώ η άλλη μπροστά (απλός μυωπικός αστιγματισμός) ή πίσω (απλός υπερμετρωπικός αστιγματισμός) από τον αμφιβληστροειδή.
  2. Σύνθετος αστιγματισμός: Καμιά από τις δύο εστιακές γραμμές δεν εστιάζονται πάνω στον αμφιβληστροειδή αλλά και οι δύο βρίσκονται είτε μπροστά (σύνθετος μυωπικός αστιγματισμός) είτε πίσω (σύνθετος υπερμετρωπικός ασιγματισμός) από τον αμφιβληστροειδή.
  3. Μικτός αστιγματισμός: Η μία εστιακή γραμμή σχηματίζεται μπροστά και η άλλη πίσω από τον αμφιβληστροειδή.

Σε όλα τα είδη του αστιγματισμού, η απόσταση μεταξύ των δύο εστιακών γραμμών είναι ανάλογη προς το βαθμό του αστιγματισμού.

 

Η αντιμετώπιση του αστιγματισμού γίνεται συνήθως με τη συνταγογράφηση των κατάλληλων τορικών αστιγματικών γυαλιών ή αστιγματικών φακών επαφής. Ο αστιγματισμός δεν χαρακτηρίζεται μόνο από τους βαθμούς του (σε διοπτρίες), αλλά και από τη γωνία του (σε μοίρες), η οποία πρέπει να μετράται σωστά και να συνταγογραφείται με ακρίβεια, ιδιαίτερα σε μεγάλους αστιγματισμούς.

Τα τελευταία χρόνια για τη διόρθωση του ήπιου ομαλού αστιγματισμού και της τυχόν συνυπάρχουσας μυωπίας ή υπερμετρωπίας σε νέους κυρίως ενήλικες χρησιμοποιούνται οι laser διαθλαστικές επεμβάσεις που βελτιώνουν ικανοποιητικά την ποιότητα της όρασής των ασθενών, απαλλάσσοντάς τους από τα γυαλιά και τους φακούς επαφής.

Εναλλακτική λύση διαθλαστικής διόρθωσης σε μεγάλες ηλικίες αποτελεί η χειρουργική επέμβαση αντικατάστασης του κρυσταλλοειδούς, φυσικού φακού του ματιού κι η ένθεση τορικού ή και πολυεστιακού ενδοφακού συνήθως συνδυαστικά με την αφαίρεση καταρράκτη.

Τέλος, μεταμόσχευση κερατοειδούς μπορεί να επιχειρηθεί σε περιπτώσεις μεγάλου ανώμαλου αστιγματισμού που προκαλείται από τραύματα του κερατοειδούς, κερατόκωνο κλπ, και δε μπορεί να διορθωθεί  με σκληρούς  φακούς επαφής.

 

4)ΠΡΕΣΒΥΩΠΙΑ

Η πρεσβυωπία αποτελεί ένα εξελικτικό πρόβλημα που σχετίζεται με την προοδευτική μείωση της κοντινής όρασης. Παρουσιάζεται από την ηλικία των 40 με 45 ετών, όπου το άτομο χάνει προοδευτικά την ικανότητα προσαρμογής και δε μπορεί πλέον να διαβάσει καθαρά ένα αντικείμενο στην απόσταση των 35-40cm που είναι η απόσταση διαβάσματος.

Υπάρχουν δύο θεωρίες που προσπαθούν να αιτιολογήσουν την εμφάνιση της πρεσβυωπίας

  • Η πρώτη στηρίζεται στη σταδιακή απώλεια της ελαστικότητας του οφθαλμικού φακού που σημαίνει ότι ο φακός αυτός χάνει την ικανότητα να εστιάζει στα κοντινά αντικείμενα (χάνει δηλαδή την ικανότητα προσαρμογής).
  • Η δεύτερη εκδοχή υποστηρίζει πως η απώλεια της προσαρμοστικότητας του φακού οφείλεται στην μείωση της λειτουργικότητας του ακτινωτού μυός ( του μυός από τον οποίο εξαρτάται ο οφθαλμικός φακός), λόγω προοδευτικής ατροφίας αυτού,  η οποία επέρχεται ως φυσικό επακόλουθο της γήρανσης.

Η πάθηση που παρουσιάζεται σε όλους τους ανθρώπους, ανεξάρτητα από το φύλο τους ή αν ήδη πάσχουν από άλλες διαθλαστικές ανωμαλίες όπως η μυωπία, η υπερμετρωπία κι ο αστιγματισμός. Αρχίζει στην ηλικία των 40-45 χρονών και προοδευτικά επιδεινώνεται μέχρι την ηλικία των 60-65 χρονών.

Το ποσό της προσαρμογής που χρειάζεται να χρησιμοποιήσει ο οφθαλμός για να δει καθαρά ένα αντικείμενο σε ορισμένη απόσταση εξαρτάται από την διαθλαστική κατάστασή του (εμμέτρωπας, μύωπας, υπερμέτρωπας ) και από την απόσταση που βρίσκεται το αντικείμενο. Δηλαδή:

Ένας μυωπικός οφθαλμός, για να δει καθαρά στην κοντινή απόσταση(33cm), χρειάζεται τόση προσαρμογή όση ο εμμέτρωπας, μείον το βαθμό της μυωπίας του. Έτσι, ο μύωπας χρειάζεται πολύ αργότερα πρεσβυωπικά γυαλιά  και σε ορισμένες περιπτώσεις δε τα χρειάζεται καθόλου, ιδίως όταν η μυωπία του είναι περίπου 3,0D.

Αντίθεταένας υπερμετρωπικός οφθαλμός για να δει καθαρά στην απόσταση των 33cm χρειάζεται τόση προσαρμογή, όση χρειάζεται και ο εμμέτρωπας συν το βαθμό της υπερμετρωπίας του. Έτσι στον υπερμέτρωπα η πρεσβυωπία εμφανίζεται νωρίτερα απ ότι στον εμμέτρωπα.

Τα κυριότερα συμπτώματα της πρεσβυωπίας είναι:

  • Αδυναμία ανάγνωσης σε μια κανονική απόσταση ανάγνωσης
  • Πονοκέφαλοι από παρατεταμένη ανάγνωση ή εργασία σε κοντινή απόσταση
  • Αίσθημα κόπωσης

Στιγμιαίες θολώσεις της όρασης όταν απομακρύνει το βλέμμα από το αντικείμενο ανάγνωσης

Η θεραπεία της πρεσβυωπίας επιτυγχάνεται κυρίως με τη χορήγηση θετικών (συγκλινόντων) φακών για να συμπληρωθεί η ανεπάρκεια της προσαρμογής.

  1. Γυαλιά κοντινής όρασης (για διάβασμα) μπορούν να χρησιμοποιηθούν είτε ξεχωριστά είτε μικτά (πολυεστιακά) που επιτρέπουν την ευκρινή όραση σε όλες τις αποστάσεις. Τα πολυεστιακά γυαλιά αποτελούν μια πολύ καλή λύση, ιδίως σε μεσήλικες υπερμέτρωπες που αλλιώς θα χρειάζονταν δύο ή και τρία ζευγάρια γυαλιών ανάλογα με την απόσταση του αντικειμένου που παρατηρούν (κοντινά, ενδιάμεσα, μακρινά). 
  1. Οι Πολυεστιακοί Φακοί ικανοποιούν μεγάλο μέρος των ασθενών, αλλά συνήθως αποτελούν λύση περισσότερο αποτελεσματική για υπερμέτρωπες. Επίσης, ενώ προσφέρουν καλή εστίαση τόσο για μακρινά όσο για κοντινά αντικείμενα, μειώνουν κάπως την αντίληψη αντιθέσεων από τον οφθαλμό, κάτι ιδιαίτερα ενοχλητικό για τους ασθενείς. Εναλλακτικά, αν χρησιμοποιούνται φακοί επαφής, ο φακός του ενός ματιού μπορεί να συνταγογραφηθεί για κοντινή όραση, διατηρώντας τον άλλο για καλή μακρινή όραση.

 

  1. Σήμερα υπάρχουν καινούριες μέθοδοι με λέιζερ (presby-lasik), και χειρουργικές, όπως η ένθεση πολυεστιακών ή προσαρμοστικών ενδοφακών εντός του οφθαλμού στη θέση του φυσικού φακού ο οποίος αφαιρείται ή η ένθεση φακού εντός του κερατοειδή (ενδοκερατικοί φακοί). Είναι πολλά υποσχόμενες μέθοδοι, οι οποίες ήδη εφαρμόζονται και συνεχώς εξελίσσονται.
  2. Ένας έμμεσος, απλός και παλιός τρόπος για την λύση του προβλήματος, είναι το σύστημα MONOVISION. Με τη μέθοδο αυτή, χειρουργικά ή με λέιζερ ή ακόμα και με φακό επαφής, o ένας οφθαλμός γίνεται ελαφρά μυωπικός, ενώ ο άλλος γίνεται εμμετρωπικός. Με αυτόν τον τρόπο, με το ένα μάτι (το μυωπικό) βλέπουμε κοντά, ενώ με το άλλο (το εμμετρωπικό) βλέπουμε μακριά.

 

Η μέθοδος MONOVISION είναι ιδανική για ανθρώπους διατεθειμένους να δεχθούν ένα συμβιβασμό στη διόφθαλμη όραση τους, προκειμένου να είναι όσο γίνεται πιο ανεξάρτητοι από κάθε είδους διορθωτικά γυαλιά.

1)Βλεφαρίτιδα

Η βλεφαρίτιδα είναι μία συνηθισμένη και επίμονη φλεγμονή των βλεφάρων. Στα συμπτώματά της περιλαμβάνονται ερεθισμός, κνησμός (φαγούρα) και συχνά κοκκίνισμα του ματιού. Η κατάσταση αυτή συχνά παρουσιάζεται σε άτομα που έχουν τάση για λιπαρότητα στο δέρμα, έχουν πιτυρίδα ή ξηροφθαλμία. Η βλεφαρίτιδα μπορεί να κάνει την εμφάνισή της στην πρώιμη παιδική ηλικία, με την εμφάνιση κοκκίωσης στα βλέφαρα και να συνεχίσει σαν χρόνια κατάσταση, για την υπόλοιπη ζωή. Μπορεί βέβαια να πρωτοεμφανιστεί και αργότερα στη ζωή ενός ατόμου.

Σε φυσιολογικές συνθήκες, στην επιφάνεια του δέρματος, γύρω από τα μάτια, ζουν διάφορα βακτήρια. Σε κάποιες περιπτώσεις, τα βακτήρια αυτά αρχίζουν να αναπτύσσονται μέσα στο δέρμα, στη βάση των βλεφαρίδων. Στη βλεφαρίτιδα και τα δύο βλέφαρα καλύπτονται από λιπαρό έκκριμα και βακτήρια κοντά στη βάση των βλεφαρίδων. Το μάτι είναι ερεθισμένο και στη περιοχή παρατηρείται φλεγμονή, η οποία ορισμένες φορές σχετίζεται με υπερλειτουργία των παρακείμενων σμηγματογόνων αδένων. Επίσης προκαλείται απολέπιση – που μοιάζει με πιτυρίδα – και σχηματισμός σωματιδίων κατά μήκος των βλεφαρίδων και της άκρης του βλεφάρων, ή και χαλάζιο (επίπονο φλεγμονώδες εξόγκωμα εντός των βλεφάρων). Σε ορισμένες περιπτώσεις η απολέπιση ή τα βακτήρια προκαλούν μόνο μικρό ερεθισμό και κνησμό, αλλά σε άλλες μπορεί να προκαλέσουν κοκκίνισμα, «τσίμπημα» ή «κάψιμο». Ορισμένα άτομα μπορεί να αναπτύξουν ακόμα και αλλεργία στην απολέπιση ή στα βακτήρια που τα περιβάλλουν. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρότερες επιπλοκές, όπως φλεγμονή των ιστών του οφθαλμού, συγκεκριμένα του κερατοειδούς (το διαυγές, πρόσθιο άνοιγμα του ματιού).

Σε ασθενείς που πάσχουν από βλεφαρίτιδα πρέπει να εξακριβώνονται τα εξής τρία βασικά σημεία:

  • Αν υπάρχει παρουσία flecks (πιτυρίδα) πάνω στις βλεφαρίδες των ασθενών και τους φλεγμαίνοντες αδένες.                       
  • Αν η βλεφαρίτιδα συνοδεύεται από σταφυλοκοκκική επιμόλυνση. Αυτό γίνεται εύκολα αντιληπτό από τα μικρά έλκη που παρουσιάζει μια τέτοια επιμόλυνση στις βάσεις των βλεφαρίδων.
  • Αν η βλεφαρίτιδα συνοδεύεται από ροζοδόχο ακμή.                                                                                               

Πως αντιμετωπίζεται η βλεφαρίτιδα;

 

Η βλεφαρίτιδα είναι μια κατάσταση που μπορεί να μην θεραπευθεί, αλλά όταν βρίσκεται σε έξαρση, μπορεί να ελεγχθεί με μερικά απλά καθημερινά μέτρα:

  • Βρέχετε μία καθαρή πετσέτα με ζεστό νερό ή χαμομήλι (όχι ζεματιστό), τουλάχιστον δύο φορές την ημέρα. Αφού την στύψετε, τοποθετήστε την επάνω από τα κλειστά βλέφαρα για 1-3 λεπτά. Όταν η πετσέτα κρυώσει, βρέξτε την ξανά και επαναλάβατε 2-3 φορές. Αυτό θα μαλακώσει και θα χαλαρώσει την απολέπιση και τις εκκρίσεις. Είναι επίσης σημαντικό είναι ότι η διαδικασία αυτή βοηθά στην υγροποίηση των λιπαρών εκκρίσεων από τους σμηγματογόνους αδένες των βλεφάρων, πράγμα που προλαμβάνει την ανάπτυξη του χαλάζιου (δηλ. του φλεγμονώδους ογκιδίου μέσα στον σμηγματογόνο αδένα του βλεφάρου).
  • Πλένετε τις βλεφαρίδες (όχι το μάτι) με Baby Shampoo, αραιώνοντας μία σταγόνα Baby Shampoo σε 10 σταγόνες νερό.
  • Εάν έχει συνταγογραφηθεί αλοιφή αντιβιοτικού, επαλείψτε τη βάση των βλεφαρίδων (συνήθως πριν τον βραδινό ύπνο), χρησιμοποιώντας την άκρη του δακτύλου σας (αφού έχετε πλύνει καλά τα χέρια) ή ένα κομμάτι βαμβάκι.

Τα απλά και καθημερινά μέτρα υγιεινής μπορούν να μειώσουν τον αριθμό των πρόσθετων φαρμακευτικών σκευασμάτων που χρησιμοποιούνται για τον έλεγχο της βλεφαρίτιδας και των συμπτωμάτων της.

  • Για την ανακούφιση των συμπτωμάτων της ξηροφθαλμίας μπορούν να  χρησιμοποιηθούν τεχνητά δάκρυα (σταγόνες που μπορείτε να προμηθεύεστε χωρίς συνταγή γιατρού, προτείνονται τα σκευάσματα που δεν περιέχουν συντηρητικά).
  • Για τη μείωση της φλεγμονής μπορούν να χρησιμοποιηθούν για μικρό διάστημα στεροειδή. (συνήθως αλοιφή Tobradex)
  • Για την ελάττωση του βακτηριδιακού περιεχομένου των βλεφάρων μπορούν να χρησιμοποιηθούν αντιβιοτικά.
  • Για τη συστηματική αντιμετώπιση τόσο της σοβαρής βλεφαρίτιδας, όσο και της ροζοδόχου ακμής χορηγούνται Vibramycin ή Minocycline, από το στόμα. Σε γενικές γραμμές είναι προτιμότερη η χρήση Doxycycline ή Minocycline που δεν έχουν περιορισμούς χορήγησης μαζί με τα γεύματα.

Σημαντική αντένδειξη για τη χορήγηση των παραπάνω φαρμάκων αποτελεί η εγκυμοσύνη, διότι μπορούν να προκαλέσουν διαταραχές στην εμβρυογένεση, στα δόντια και στα οστά.

Τα φαρμακευτικά σκευάσματα από μόνα τους δεν επαρκούν ως θεραπεία. Η εφαρμογή θερμότητας και το προσεκτικό καθάρισμα των βλεφαρίδων καθημερινά, αποτελούν το κλειδί για τον έλεγχο της βλεφαρίτιδας.

2)Εντρόπιον

Το εντρόπιο είναι μια πάθηση στην οποία το  χείλος του κάτω βλεφάρου γυρίζει προς τα μέσα, με αποτέλεσμα  οι βλεφαρίδες να στέφονται  προς τον κερατοειδή.

Αυτό μπορεί να έχει ως συνέπεια το τρίψιμο των βλεφαρίδων στο μάτι, με αποτέλεσμα πόνο, ερυθρότητα, αντανακλαστικό βλεφαρόσπασμο και δακρύρροια. Από την τριβή των βλεφαρίδων με τον κερατοειδή μπορεί να προκληθεί απόπτωση του επιθηλίου, έλκη, θολερότητες και νεοαγγείωση του κερατοειδούς, με άσχημες συνέπειες για τον οφθαλμό και την όραση.

Το εντρόπιο διακρίνεται σε γεροντικό, σπαστικό και ουλώδες, με συνηθέστερο το πρώτο, το οποίο παρατηρείται κυρίως σε ηλικιωμένους άνω των 70 χρόνων.

Η θεραπεία της τριχίασης (της τριβής των βλεφαρίδων στον κερατοειδή) μπορεί να είναι παροδική (αφαίρεση των παθολογικών βλεφαρίδων με ειδική λαβίδα) ή μόνιμη, με καταστροφή του θυλάκου των παθολογικών βλεφαρίδων με διάφορες μεθόδους, όπως η διαθερμία, η κρυοπηξία, το Argon Laser και η ηλεκτρόλυση. Όταν οι μέθοδοι αυτές δεν αποδίδουν, προσφεύγουμε στη χειρουργική αποκατάσταση του εντροπίου που προκάλεσε την τριχίαση.

3)Εκτρόπιον

Εκτρόπιο ονομάζεται η κατάσταση κατά την οποία το κάτω βλέφαρο στρέφεται προς τα έξω.

Συχνά είναι αποτέλεσμα της χαλάρωσης του δέρματος, που επέρχεται με την πρόοδο της ηλικίας. Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν δακρύρροια, βλεννώδεις εκκρίσεις και αίσθηση ξένου σώματος στο μάτι, ενώ έμμεσα μπορεί να επηρεαστεί και η όραση.

Άλλες αιτίες που μπορούν να προκαλέσουν εκτρόπιο είναι διάφοροι τραυματισμοί, χημικά ή θερμικά εγκαύματα, παθήσεις όπως το ουλώδες πεμφιγοειδές και οι αλλεργίες.

Προκειμένου να προληφθεί ενδεχόμενη βλάβη στο μάτι, μια χειρουργική επέμβαση μπορεί να είναι απαραίτητη. Αυτή συνίσταται στην αποκατάσταση της θέσης του βλεφάρου και γίνεται με τοπική αναισθησία.

4) Χαλάζιο

Το χαλάζιο είναι μια χρόνια λιποκοκκιωματώδης φλεγμονή που αναπτύσσεται μετά από την απόφραξη των στομίων των σμηγματογόνων αδένων των βλεφάρων (μεϊβομιανών ή αδένων του Ζeis). Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα τη σταδιακή δημιουργία άσηπτου ευμεγέθους κύστεως (σαν «μπαλάκι») που εντοπίζεται συνήθως στο άνω και σπανιότερα στο κάτω βλέφαρο. Αν και το χαλάζιο συνήθως δεν οφείλεται σε βακτηρίδια, η θέση που βρίσκεται μπορεί δευτερευόντως να επιμολυνθεί από σταφυλόκοκκο. Σε αντίθεση με την κριθή το χαλάζιο συνήθως εντοπίζεται μακριά από το βλεφαρικό χείλος και προς το εσωτερικό μέρος του βλεφάρου, μη συμφυόμενου με το δέρμα σε στενή επαφή με τον ταρσό (σκληρό ινώδες πέταλο). Ασθενείς με ροδόχρου ακμή ή σμηγματορροϊκή δερματίτιδα έχουν αυξημένο κίνδυνο να παρουσιάσουν χαλάζιο και ενδεχομένως πολλαπλά ή υποτροπιάζοντα χαλάζια.

Το χαλάζιο εμφανίζεται σαν φλεγμονώδεις διογκώσεις του βλεφάρου. Το βλέφαρο έχει οίδημα, είναι κόκκινο ενώ πονάει έντονα ειδικά στην πίεση. Μπορούν να αφορούν στο πάνω ή στο κάτω βλέφαρο, στο εσωτερικό ή στο εξωτερικό του. Στο χαλάζιο μπορεί να εκδηλωθεί αιφνίδιο οίδημα σε όλη την έκταση του βλεφάρου που περιορίζει το οπτικό πεδίο. Αν το μέγεθος της κύστης είναι μεγάλο, τότε το μπορεί να προκαλέσει και θολή όραση λόγω του αστιγματισμού που προκαλεί πιέζοντας τον κερατοειδή. Αν η κύστη έχει επιμολυνθεί μπορεί να υπάρξει έξοδος πυώδους εκκρίματος.

Oταν είναι μικρό το χαλάζιο και χωρίς συμπτώματα, μπορεί να εξαλειφθεί χωρίς θεραπεία. Αν είναι μεγάλο, μπορεί να θολώνει την όραση λόγω παραμόρφωσης του σχήματος του ματιού. Τοπικές οφθαλμικές αλοιφές και κολλύρια με αντιβιοτικό ή με μικτή χρήση τοπικής κορτιζόνης είναι η κύρια θεραπεία. Είναι σημαντικό να ξεκινήσετε την θεραπεία αμέσως διότι αν η φλεγμονή γίνει χρόνια τότε μπορεί να δημιουργήσει μια πλήρη κύστη η οποία δεν θεραπεύεται με φαρμακευτική αγωγή αλλά με χειρουργική αφαίρεση. Ετσι αν το χαλάζιο δεν έχει περάσει μετά από 3 ή 4 εβδομάδες, τότε μπορεί να γίνει χειρουργική αφαίρεση.

Επομένως, τα χαλάζια μπορεί να αντιμετωπισθούν με μία ή με συνδυασμό των παρακάτω μεθόδων:

  • Αντιβιοτικά ή συνδυασμοί με στεροεδή τοπικά κολλύρια την ημέρα και αλοιφή το βράδυ για μερικές ημέρες.
  • Θερμά επιθέματα στο μάτι. Τα θερμά επιθέματα μπορεί να εφαρμοσθούν με ποικίλους τρόπους. Ο απλούστερος είναι να κρατήσουμε μια καθαρή πετσέτα βουτηγμένη στο ζεστό νερό πάνω στα κλειστά βλέφαρα για 5-10 λεπτά , 3-4 φορές την ημέρα. Ξαναβρέχουμε κάθε φορά την πετσέτα ώστε να τη διατηρούμε αρκετά θερμή. Τέλος, στεγνώνουμε με απαλές κινήσεις τα βλέφαρα και σκουπίζουμε κάθε ίχνος από πύο ή άλλο έκκριμα με καθαρή γάζα την οποία αλλάζουμε σε κάθε σκούπισμα.
  • Μασάζ του αδένα χαλαρά και περιοδικά, σε συνδυασμό με φαρμακευτική θεραπεία και θερμά επιθέματα

Τα χαλάζια συνήθως απαντούν ικανοποιητικά στη θεραπεία αν και ορισμένα άτομα είναι επιρρεπή σε υποτροπές. Τότε απαιτείται επαναλαμβανόμενη θεραπεία και σχολαστικότερος έλεγχος για αιτιολόγιση των υποτροπών.

Αν ένα χαλάζιο επανεμφανισθεί στην ίδια θέση τότε ο οφθαλμίατρος θα ζητήσει βιοψία για τον αποκλεισμό σοβαρότερων προβλημάτων.

5)Κρίθη

Η Εξωτερική κριθή (ή αλλιώς κριθαράκι) είναι οξεία σταφυλοκοκκική (συνήθως) μόλυνση του θύλακα των βλεφαρίδων, με συμμετοχή των παρακείμενων σμηγματογόνων και ιδρωτοποιών αδένων του Zeiss aki Moll. Εμφανίζεται ως ένα μικρό, κόκκινο, επώδυνο ογκίδιο με «λευκή μύτη» που υποδηλώνει την ύπαρξη πύου, στο έξω τμήμα της ρίζας των βλεφαρίδων.

Η Εσωτερική κριθη είναι οξύ πυώδης φλεγμονή των αδένων του meibomius. Συνήθως αποφράζεται ο εκφορητικός πόρος και επιμολύνεται με σταφυλόκοκκο.

Μεγάλη σημασία έχει η κριθή που εντοπίζεται στον έσω κανθό γιατί είναι δυνατό η φλεγμονή να μεταφερθεί δια της γωνιαίας φλέβας στην οφθαλμική και από εκεί στο σηραγγώδη κόλπο και να αναπτυχθεί θρομβοφλεβίτιδα του σηραγγώδους κόλπου

Η κριθή εμφανίζεται σαν φλεγμονώδεις διογκώσεις του βλεφάρου. Το βλέφαρο έχει οίδημα, είναι κόκκινο ενώ πονάει έντονα ειδικά στην πίεση. Μπορούν να αφορούν στο πάνω ή στο κάτω βλέφαρο, στο εσωτερικό ή στο εξωτερικό του. Στην κριθή συνήθως είναι εμφανές ένα άσπρο σημείο, που αποδεικνύει ότι υπάρχει πύον. Αν το μέγεθος της κύστης είναι μεγάλο, τότε το μπορεί να προκαλέσει και θολή όραση λόγω του αστιγματισμού που προκαλεί πιέζοντας τον κερατοειδή. Αν η κύστη έχει επιμολυνθεί μπορεί να υπάρξει έξοδος πυώδους εκκρίματος.

Στην πλειονότητα των περιπτώσεων η εξωτερική κριθή απορροφάται ή παροχετεύεται αυτόματα, κοντά στη ρίζα της βλεφαρίδας χωρίς να απαιτεί καμία αγωγή. Η αφαίρεση της βλεφαρίδας που σχετίζεται με τον πάσχοντα θύλακο μπορεί να επιταχύνει την παροχέτευση του πύου.

Αντίθετα σε μια εσωτερική κριθή μπορεί να απαιτηθεί διάνοιξη και απόξεση στις περιπτώσεις που παραμένει υπολειμματικό ογκίδιο μετά την υποχώρηση της οξείας λοίμωξης.

Κολλύρια με τοπικά αντιβιοτικά μπορούν να χρησιμοποιηθούν κατά περίσταση.

Θερμά επιθέματα (κομπρέσες) μπορεί να αποδειχθούν ωφέλιμα σε βαριές περιπτώσεις.

Συστηματική αντιβίωση μπορεί να είναι απαραίτητη όταν υπάρχει βαριά προδιαφραγματική κυτταρίτιδα κόγχου, και προληπτικά σε κριθή έσω κανθού.

6) ΠΤΩΣΗ ΒΛΕΦΑΡΩΝ

Η βλεφαρόπτωση  είναι η παθολογικά χαμηλή θέση του ενός η και των δύο άνω βλεφάρων σε σχέση με τον οφθαλμό , κάποιες φορές σκεπάζοντας τον οπτικό άξονα και περιορίζοντας την όραση.

  1. Η βλεφαρόπτωση μπορεί να είναι συγγενής,

δηλαδή παρούσα κατά τη γέννηση και οφείλεται σε ανωμαλία της διάπλασης του ανελκτήρα μυός του άνω βλεφάρου.

  1. Γεροντική: Είναι εκφυλιστική διεργασία που αφορά στην απονεύρωση του ανελκτήρα και σχετίζεται με την ηλικία. Δεν πρέπει να συγχέεται με την «δερματοχάλαση» της μέσης ηλικίας όπου το δέρμα «κρεμάει» πάνω από το βλεφαρικό όριο προφανώς λόγω της φυσιολογικής διαδικασίας γήρανσης.
  2. Νευρογενής: Λογω δυσλειτουργίας του νεύρου που ελέγχει τον ανελκτήρα μυ πχ. πάρεση κοινού κινητικού νεύρου.
  3. Μυογενής: Από συγγενή ή επίκτητη βλάβη του ίδιου του ανελκτήρα μυός ή από ελαττωμένη μεταβίβαση νευρικών ώσεων στη νευρομυική σύναψη.

Η θεραπεία της βλεφαρόπτωσης, όταν προκαλεί προβλήματα, είναι χειρουργική και η τεχνική που θα χρησιμοποιηθεί εξαρτάται τα υποκειμενικά αίτια και τα ευρήματα  της εξέτασης του ασθενούς(βλεφαροπλαστική).

7)Ξηροφθαλμία

Το σύνδρομο ξηροφθαλμίας είναι ένα από τα πιο συχνά προβλήματα και προκαλείται από καταστάσεις που δημιουργούν προβλήματα στην ποιότητα ή και στην ποσότητα της δακρυικής στιβάδας η οποία ενυδατώνει το μάτι.

Τα δάκρυα σχηματίζουν την προκεράτεια δακρυϊκή στιβάδα η οποία αποτελείται από τρεις επιμέρους στιβάδες.

  • Τη βλεννώδη στιβάδα που καλύπτει τον κερατοειδή χιτώνα (η εξωτερική επιφάνεια του ματιού) δημιουργώντας μια χαμηλή συγκόλληση με αυτόν ούτως ώστε το δάκρυ να παραμένει σταθερό επάνω στο μάτι.
  • Την υδάτινη στιβάδα που διατηρεί σταθερή την περιεκτικότητα του κερατοειδή σε νερό και μεταφέρει οξυγόνο και θρεπτικά συστατικά σε αυτόν Αυτή η στιβάδα αποτελείται από 98% νερό μαζί με μικρές ποσότητες από χλωριούχο νάτριο (αλάτι), πρωτεΐνες και άλλα συστατικά.
  • Την ελαιώδης στιβάδα δημιουργεί μια ελαιώδη μεμβράνη η οποία καλύπτει την δακρυϊκή στιβάδα και την προστατεύει από την εξάτμιση. Επίσης συγκρατεί τα δάκρυα εντός των βλεφάρων και εμποδίζει την υπερχείλισή τους.

Τα δάκρυα δημιουργούνται σε πολλούς αδένες γύρω από το μάτι. Το υδάτινο στρώμα παράγεται στον δακρυϊκό αδένα, ο οποίος βρίσκεται στην βάση του άνω βλεφάρου. Πολλοί μικροί αδένες ανάμεσα στα τοιχώματα των βλεφάρων παράγουν το ελαιώδες και λιπώδες στρώμα. Με κάθε βλεφαρισμό τα βλέφαρα απλώνουν τα δάκρυα επάνω στο μάτι. Τα δάκρυα που περισσεύουν κυλούν προς τους δύο μικρούς πόρους στην άκρη του ματιού κοντά στην μύτη. Αυτοί οι πόροι οδηγούν στα δακρυϊκά σωληνάρια τα οποία καταλήγουν στην ρινική κοιλότητα. Η επικοινωνία μεταξύ των δακρυϊκών πόρων και της ρινικής κοιλότητας είναι ο λόγος για τον οποίον όταν κλαίμε, τρέχει η μύτη μας.

Διάφορες καταστάσεις συμβάλουν στην εμφάνιση της ξηροφθαλμιας:

  • Ανεπάρκεια υδάτινης στιβάδας (Ξηρά κερατοεπιπεφυκίτιδα)
    • Ιδιοπαθής : πχ σε ηλικιωμένα άτομα, σε γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση

Καθώς γερνούμε το σώμα μας παράγει λιγότερο λιπαρές ουσίες– 60% λιγότερο στην ηλικία των 65 απ’ ότι στην ηλικία των 18. Αυτό είναι περισσότερο εμφανές στις γυναίκες, οι οποίες τείνουν να έχουν ξηρότερο δέρμα απ’ ότι οι άνδρες. Η έλλειψη ελαίου προσβάλλει και την δακρυϊκή στιβάδα. Χωρίς το απαραίτητο έλαιο η ελαιώδης στιβάδα δεν μπορεί να καλύψει όλη την δακρυϊκή στιβάδα η οποία εξατμίζεται γρηγορότερα και αφήνει περιοχές του κερατοειδούς στεγνές.

  • Πρωτοπαθές σύνδρομο sjogren: Εδώ έχουμε και ξηροστομία
  • Δευροπαθές σύνδρομο sjogren: Όπου ξηροφθαλμία και ξηροστομία έχουμε σε παθήσεις του συνδετικού ιστού πχ. Ρευματοειδής αρθρίτιδα, ερυθηματώδης λύκος
  • Ανεπάρκεια βλεννώδους στιβάδας

Ελαττωμένη έκκριση βλέννης έχουμε σε παθήσεις που προκαλούν καταστροφή των καλυκοειδών κυττάρων που την παράγουν πχ Αβιταμίνωση Α, Τράχωμα, Σύνδρομο Stevens Johnson, εκτεταμένα χημικά εγκαύματα.

  • Ανεπάρκεια ελαιώδους στιβάδας

Σε χρόνιες βλεφαρίτιδες.

  • Διαταραχές λειτουργίας βλεφάρων

Ανατομικές ή νευρολογικές καταστάσεις που εμποδίζουν το ανοιγοκλείσιμο των βλεφάρων η την ομαλή επαφή τους με την πρόσθια επιφάνεια του οφθαλμού πχ εντρόπιο – εκτρόπιο, λαγόφθαλμος , συγγενή κολόβωματα βλεφάρων, εξόφθαλμος

  • Αλλοι παράγοντες:

Πολλοί άλλοι παράγοντες, όπως η ζέστη, η ξηρασία και ο αέρας, το μεγάλο υψόμετρο και ο καπνός του τσιγάρου προκαλούν επίσης ξηροφθαλμία. Πολλοί άνθρωποι αισθάνονται τα μάτια τους στεγνά όταν διαβάζουν ή δουλεύουν με τον υπολογιστή. Συχνά διαλείμματα για βλεφαρισμό προσφέρουν ενυδάτωση στα μάτια και απαλλάσσουν από τα συμπτώματα.

Οι χρήστες φακών επαφής μπορεί επίσης να υποφέρουν από ξηρότητα επειδή οι φακοί επαφής απορροφούν την δακρυϊκή στιβάδα, δημιουργώντας μακροχρόνιο σχηματισμό πρωτεϊνικών ιζημάτων στον φακό επαφής.

Επίσης ορισμένα φάρμακα προκαλούν Ξηροφθαλμία πχ αγχολυτικά, αντισταμινικά, αναστολείς τον β-υποδοχέων

 

Τα συμπτώματα της ξηροφθαλμίας ποικίλουν από

  •  Απλή ενόχληση
  • Καύσος
  • Ερυθρότης
  • Φαγούρα
  • Θολή όραση που βελτιώνεται με τον βλεφαρισμό
  • Υπερβολικό δάκρυσμα
  • Αύξηση των συμπτωμάτων μετά το διάβασμα την τηλεόραση ή την δουλεία στον υπολογιστή

Yπάρχουν πολλοί μέθοδοι για να ελεγχθεί η ξηροφθαλμία. Ο οφθαλμίατρος θα εντοπίσει την υποκείμενη αιτιολογία μετρώντας την παραγωγή, την εξάτμιση και την ποιότητα της δακρυϊκής στιβάδας με τη χρήση ειδικών δοκιμασιών όπως είναι:

  • το Shrimmer Τest με το οποίο μετράμε την ποσοτική έκκριση δακρύων, είναι ένα διηθητικό χαρτί, τοποθετείται στο μάτι του ασθενούς και διαβρέχεται από τα δάκρυά του σε ορισμένο χρόνο.
  • Η ποιότητα των δακρύων μπορεί να εξεταστεί με το BUT (Break Up Time) τεστ που ουσιαστικά εξετάζεται ο χρόνος εξάτμισης των δακρύων.
  • Χρώση με ερυθρό της βεγγάλης, χρωματίζονται τα νεκρά κύτταρα στην επιφάνεια του οφθαλμού. Έτσι αξιολογούμε την προστασία που προσφέρουν τα δάκρυα στην πρόσθια επιφάνεια του οφθαλμού.

 

Η αντιμετώπιση του ξηρού οφθαλμού είναι δύσκολη γιατί ο γιατρός δεν μπορεί να δώσει οριστική λύση στο χρόνιο αυτό πρόβλημα, παρά μόνο να ανακουφίσει τα συμπτώματα του ασθενούς

Η αρχική θεραπευτική προσέγγιση της ξηροφθαλμίας είναι η χρήση κολλυρίων που περιέχουν τεχνητά δάκρυα, τα οποία έχουν παρόμοια σύσταση με τα φυσικά. Και κυκλοφορούν είτε με τη μορφή λεπτόρρευστων υδαρών σταγόνων (κολλυρίων) βραχυχρόνιας δράσης για ήπιες καταστάσεις είτε με τη μορφή παχύρρευστων οφθαλμικών γελών  (gel) παρατεταμένης δράσης για σοβαρότερες καταστάσεις.

  • Σε σοβαρές περιπτώσεις ξηροφθαλμίας, μπορούμε να προτείνουμε την απόφραξη των δακρυικων σημείων με ειδικά πώματα είτε απορροφήσιμα πώματα κολλαγόνου ή μόνιμα πώματα σιλικόνης που μπορούν να τοποθετηθούν εύκολα στο ιατρείο με τοπική αναισθησία (σταγόνες) κι ειδικούς ιντζέκτορες.
  • Υπάρχουν επίσης απλές καθημερινές συνήθειες που με την αλλαγή τους βελτιώνουμε την ενόχληση από την ξηροφθαλμία
    • Αποφυγή έκθεσης σε επιβαρυντικούς παράγοντες του περιβάλλοντος(σκόνη, γύρη, καπνός, ξηρό κλίμα).
    • Η επαρκής ενυδάτωση με 8-10 ποτήρια νερό καθημερινά που διατηρεί το σώμα σε καλή κατάσταση κι απομακρύνει τα μεταβολισμένα απόβλητα.
    • Η συνειδητή προσπάθεια συχνότερου βλεφαρισμού και τακτικών διαλλειμάτων ιδιαίτερα όταν κατά το διάβασμα ή την παρατεταμένη χρήση οθόνης (ΤV ή H/Y).

 

  • Σε ειδικές περιπτώσεις πχ σύνδρομο sjogren η αύξηση της παραγωγής των δακρύων με χάπια Salogen τα οποία δρουν στον δακρυϊκό αδένα, μπορεί να είναι ευεργετική.
  • Ανοσοκατασταλτικά φάρμακα όπως είναι η κυκλοσπορίνη (restasis) αυξάνουν την παραγωγή των δακρύων καταπολεμώντας την φλεγμονή η την αντιγονική αντίδραση, που καταστρέφει τα κύτταρα του δακρυϊκού αδένα.

 

  • Συστηματική και τοπική χρήση βιταμίνης Α βοηθά στην ανάπλαση και του πάσχοντος επιθηλίου από την ξηρότητα ελαττώνοντας σημαντικά τα συμπτώματα και κυρίως το αίσθημα του ξένου σώματος, τον κνησμό και το κάψιμο.

 

  • Τέλος αντιβιοτικά από το στόμα, τα ω-3 λιπαρά οξέα, ζεστές κομπρέσες και μερικές φορές το μασάζ στα βλέφαρα βοηθούν πολλούς ασθενείς, που μέρος ή όλο το πρόβλημά τους μπορεί να οφείλεται σε δυσλειτουργία των αδένων που παράγουν την ελαιώδη στοιβάδα των δακρύων (μεϊβομιανοί αδένες), η οποία και εμποδίζει την εξάτμιση των δακρύων.

1)ΕΠΙΠΕΦΥΚΙΤΙΔΑ

Με τον όρο επιπεφυκίτιδα εννοούμε τη φλεγμονή του επιπεφυκότα, του λεπτού βλεννογόνου χιτώνα, που καλύπτει την οπίσθια επιφάνεια των βλεφάρων και το σκληρό χιτώνα μέχρι το σκληροκερατοειδές όριο.

 

Δακρύρροια και βλεννώδεις εκκρίσεις Ο ερεθισμός του επιπεφυκότα οδηγεί κατά κανόνα σε αύξηση της παραγωγής δακρύων και έτσι η δακρύρροια είναι ένα συχνό σύμπτωμα μιας επιπεφυκίτιδας. Στην πραγματικότητα, αυτή η αύξηση των δακρύων είναι κάτι απόλυτα θεμιτό, μια και βοηθά στο ξέπλυμα του ματιού από κάποιον πιθανό ερεθιστικό παράγοντα. Ο ερεθισμός διεγείρει επίσης και την παραγωγή βλέννας. Αν το αίτιο της επιπεφυκίτιδας είναι μικροβιακό, οι εκκρίσεις γίνονται βλεννοπυώδεις και περιέχουν πύον, δηλαδή τα νεκρά  λευκά αιμοσφαίρια και τα συντρίμμια των μικροβίων, αποτέλεσμα της μάχης του οργανισμού ενάντια στη λοίμωξη. Επιπεφυκίτιδα και κοινό κρυολόγημα Λόγω της επικοινωνίας που υπάρχει ανάμεσα στα μάτια και τη μύτη (η αποχέτευση των δακρύων αδειάζει φυσιολογικά τα δάκρυα στον ρινοφάρυγγα), είναι δυνατό με ανιούσα πορεία, ιοί και μικρόβια να φτάσουν από τη ρινική κοιλότητα στο μάτι και να προκαλέσουν επιπεφυκίτιδα. Σε αυτό συμβάλλει και η πτώση της άμυνας του οργανισμού, που προκαλεί η αρχική λοίμωξη. Έτσι μερικές φορές το κοινό κρυολόγημα μπορεί να συνοδεύεται και από επιπεφυκίτιδα, αλλά όχι πάντα. Δακρύρροια μπορεί να εμφανιστεί κατά την πορεία του κρυολογήματος, αλλά δεν σημαίνει υποχρεωτικά και φλεγμονή του επιπεφυκότα. Το κρυολόγημα οδηγεί σε οίδημα του ρινοφάρυγγα και απόφραξη της εξόδου της δακρυικής οδού, με αποτέλεσμα υπερχείλιση των δακρύων που δεν αποχετεύονται, χωρίς όμως να υπάρχει επιπεφυκίτιδα. Αναγνώριση του αιτίου Πιθανά αίτια μιας επιπεφυκίτιδας είναι ο ερεθισμός, το τραύμα, η λοίμωξη και η αλλεργία. Ερεθισμός: Οι ήπιες επιπεφυκίτιδες είναι συνήθως αποτέλεσμα ήπιων ερεθισμών. Ο καπνός ή η σκόνη στον αέρα, το χλώριο σε μια πισίνα, ακόμη και το αλάτι στη θάλασσα μπορούν να προκαλέσουν ερεθισμό των επιπεφυκότων.  Ο βασικός μηχανισμός άμυνας του οργανισμού σε αυτές τις περιπτώσεις είναι ο βλεφαρισμός, το γρήγορο δηλαδή επαναλαμβανόμενο ανοιγόκλεισμα των βλεφάρων, που υγραίνει και ξεπλένει την εξωτερική επιφάνεια του ματιού. Τα παιδιά όμως συχνά «ξεχνάνε» να ανοιγοκλείσουν τα μάτια τους, με συνέπεια την παραμονή του ερεθιστικού παράγοντα στο μάτι. Η αντιμετώπιση τέτοιων ήπιων ερεθιστικών επιπεφυκίτιδων βασίζεται κυρίως στη χορήγηση άφθονων σταγόνων τεχνητών δακρύων και στην απομάκρυνση του παράγοντα που προκάλεσε τον ερεθισμό. Τραύμα ή ξένο σώμα: Αν υπάρχει η υπόνοια ότι μπήκε κάποιο ξένο σώμα ή συνέβη κάποιος τραυματισμός στο μάτι του παιδιού, οι γονείς πρέπει να απευθύνονται στον ειδικό οφθαλμίατρο το συντομότερο δυνατό. Τα συμπτώματα έχουν απότομη εισβολή και περιλαμβάνουν αυξημένη δακρύρροια και ευαισθησία στο φως. Πόνος και φωτοευαισθησία μπορεί να σημαίνει συμμετοχή του κερατοειδούς. Αν υπάρχει ξένο σώμα, πρέπει να αφαιρεθεί και η μετέπειτα θεραπεία περιλαμβάνει ένα αντιβιοτικό κολλύριο και ένα κολλύριο τεχνητών δακρύων.  Ορισμένες φορές ο ιατρός μπορεί να συστήσει το κλείσιμο του ματιού με ειδικό ταμπόν, αλλά όχι πάντα. Υπάρχουν μάλιστα περιπτώσεις (όπως οι τραυματισμοί από κάποιο φυτό, στους οποίους μπορεί να εμπλέκονται μύκητες), όπου το κλείσιμο του ματιού αντενδείκνυται.  Ο κερατοειδής εμφανίζει μεγάλη επουλωτική ικανότητα και ακόμη και μεγάλης έκτασης ελλείμματα, αν είναι επιφανειακά, επουλώνονται σε διάστημα 1-2 ημερών. Ιογενής επιπεφυκίτιδα: Συνήθως υπεύθυνοι είναι αδενοϊοί, οι οποίοι μπορεί να προκαλέσουν ταυτόχρονα και λοίμωξη του ανώτερου αναπνευστικού. Στην επιδημική μορφή (όπου υπεύθυνοι είναι οι αδενοϊοί 3, 8 και 19) η μετάδοση γίνεται πολύ εύκολα, τόσο από το ένα μάτι στο άλλο όσο και από τον ασθενή στους οικείους του. Λόγω της υψηλής μεταδοτικότητας της νόσου χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή στο σπίτι κατά τη χρήση μαξιλαριών, πετσετών κλπ., που έχουν έλθει σε επαφή με το μολυσμένο μάτι ή τις εκκρίσεις του, ενώ επιβάλλεται το συχνό πλύσιμο των χεριών ή και η χρήση αντισηπτικού. Μια ιογενής επιπεφυκίτιδα ξεκινά συνήθως με αίσθηση ξένου σώματος, πόνο, έντονη ερυθρότητα και μια χαρακτηριστική «υγρή» εμφάνιση του οφθαλμού. Οι προωτιαίοι λεμφαδένες (μπροστά από το αυτί) είναι συχνά ψηλαφητοί.

 

Η χαρακτηριστική κόκκινη και υγρή εμφάνιση του ματιού στην ιογενή επιπεφυκίτιδα.
Αν και τα συμπτώματα είναι αρκετά σοβαρά και η πορεία της νόσου μακρά (ένας μήνας ή και περισσότερο), η επιδημική ιογενής επιπεφυκίτιδα σχεδόν ποτέ δεν προκαλεί μόνιμες βλάβες, ούτε απειλεί την όραση. Η θεραπευτική αντιμετώπιση της ιογενούς επιπεφυκίτιδας είναι κυρίως ανακουφιστική και περιλαμβάνει άφθονη χορήγηση τεχνητών δακρύων και κρύες κομπρέσες. Όπως και μια ιογενής λοίμωξη του ανώτερου αναπνευστικού, έτσι και η ιογενής επιπεφυκίτιδα θα ιαθεί, αφού συμπληρώσει τον κύκλο της. Η ερπητική επιπεφυκίτιδα οφείλεται στον ιό του απλού έρπητα (κυρίως τύπου 1 αλλά και τύπου 2) και μπορεί να εμφανιστεί ακόμη και αμέσως μετά τη γέννηση. Η αρχική ερπητική λοίμωξη είναι συνήθως αθώα και ο κερατοειδής δεν συμμετέχει. Επαναλαμβανόμενες όμως υποτροπές, ακόμη και μετά από διάστημα ετών, προσβάλλουν τελικά και τον κερατοειδή προκαλώντας του ένα δενδριτικό έλκος (πληγή που θυμίζει κλαδιά δέντρου) και μόνιμη βλάβη   Η θεραπεία συνίσταται κυρίως στην τοπική εφαρμογή ιοστατικών παραγόντων, όπως η ακυκλοβίρη (Zovirax). Η χρήση κορτικοστεροειδών αντενδείκνυται, όταν υπάρχει ενεργό ερπητικό έλκος.  Μικροβιακή επιπεφυκίτιδα: Οι μικροβιακές επιπεφυκίτιδες είναι συχνότερες στα παιδιά από ό,τι στους ενηλίκους, κυρίως λόγω του ασθενέστερου αμυντικού του συστήματος.  Ο χρυσίζων σταφυλόκοκκος, ένα από τα συνηθέστερα μικροβιακά αίτια, προκαλεί φλεγμονή στις ρίζες των βλεφαρίδων (βλεφαρίτιδα), ενώ προσβάλλει ενίοτε και την περιφέρεια του κερατοειδούς. Ο επιδερμικός σταφυλόκοκκος εμφανίζει παρόμοια κλινική εικόνα αλλά γενικά η φλεγμονή είναι ηπιότερη. Η αντιμετώπιση περιλαμβάνει τον καθαρισμό των βλεφαρίδων με ειδικά χαρτομάντηλα, τη χρήση αντιβιοτικών κολλυρίων και σε ορισμένες σοβαρότερες περιπτώσεις τοπικά στεροειδή. Άλλα πιθανά μικροβιακά αίτια είναι οι στρεπτόκοκκοι, η μοραξέλα, ο γονόκοκκος και η ψευδομονάδα. Γενικά οι μικροβιακές επιπεφυκίτιδες είναι αυτοπεριοριζόμενες, ακόμη και αν μείνουν χωρίς θεραπεία, υπό την προϋπόθεση όμως ότι δεν έχει προσβληθεί ο κερατοειδής.  Καλλιέργειες σπάνια απαιτούνται. Η θεραπεία περιλαμβάνει αντιβιοτικά κολλύρια και άφθονα τεχνητά δάκρυα, ενώ κρύες κομπρέσες μπορεί να βοηθήσουν στην ανακούφιση των συμπτωμάτων, αν συνυπάρχει βλεφαρίτιδα. Τα κυριότερα αντιβιοτικά που χρησιμοποιούνται είναι η τομπραμυκίνη, η χλωραμφενικόλη, η γενταμυκίνη και η σουλφακεταμίδη, καθώς και οι νεώτερες κινολόνες. Οι μικροβιακές επιπεφυκίτιδες μπορεί να είναι το ίδιο μολυσματικές με τις ιογενείς. Συχνότατο πλύσιμο των χεριών, αποφυγή κοινών πετσετών προσώπου, μαξιλαριών, σεντονιών και τήρηση των στοιχειωδών κανόνων υγιεινής μπορούν να αποτρέψουν τη μετάδοση της λοίμωξης από το παιδί στους οικείους του.

 

Αλλεργική επιπεφυκίτιδα Τα παιδιά μπορεί να εμφανίσουν διάφορες μορφές αλλεργικής επιπεφυκίτιδας, αλλά σταθερό χαρακτηριστικό όλων είναι ο κνησμός. Η γύρη, τα καλλυντικά, τα οικιακά απορρυπαντικά, τα διάφορα υλικά των ρούχων και τα κατοικίδια ζώα είναι λίγα μόνο από τα μέλη της τεράστιας λίστας των πιθανών αλλεργιογόνων. Η εαρινή επιπεφυκίτιδα εμφανίζεται συνήθως την άνοιξη και το φθινόπωρο με κνησμό (πολλές φορές έντονο), αίσθηση ξένου σώματος, δακρύρροια, νηματοειδείς εκκρίσεις και φωτοευαισθησία. Ενίοτε προσβάλλει και τον κερατοειδή οπότε μιλάμε για εαρινή κερατοεπιπεφυκίτιδα. Η επιπεφυκίτιδα με γιγαντιαίες θηλές είναι μια άλλη μορφή επιπεφυκίτιδας, που εμφανίζεται σε χρήστες φακών επαφής και υποχωρεί με τη διακοπή της χρήσης τους. Το πολύμορφο ερύθημα ή σύνδρομο Stevens-Johnson είναι μια σπάνια αλλά πολύ σοβαρή μορφή αλλεργικής επιπεφυκίτιδας, που οφείλεται σε υπεραντίδραση του οργανισμού σε ιούς, μικρόβια ή φάρμακα. Ο ακρογωνιαίος λίθος της θεραπείας κάθε είδους αλλεργικής επιπεφυκίτιδας είναι η απομάκρυνση του αλλεργιογόνου παράγοντα. Από εκεί και πέρα υπάρχουν διάφορα φάρμακα, που μπορούν να μειώσουν τα αλλεργικά επεισόδια και να αμβλύνουν τα συμπτώματα της αλλεργίας. Η χρήση τοπικών στεροειδών για την καταστολή της φλεγμονής πρέπει όσο το δυνατό να αποφεύγεται και να προτιμώνται κολλύρια που περιέχουν μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη. Οι περισσότερες επιπεφυκίτιδες δεν θεωρούνται επικίνδυνες και δεν προκαλούν μόνιμη ελάττωση της όρασης. Προβλήματα όμως μπορεί να δημιουργηθούν από την επιπόλαια αντιμετώπιση και κυρίως από την αλόγιστη χρήση των τοπικών στεροειδών. Τα στεροειδή (που συχνά συνδυάζονται και με αντιβιοτικά) μπορεί να προαγάγουν την εμφάνιση καταρράκτη και την ανάπτυξη γλαυκώματος. Επιπλέον η χρήση τους μπορεί να επιτρέψει τη διασπορά κάποιων μάλλον ήπιων λοιμώξεων, όπως η ερπητική κερατοεπιπεφυκίτιδα. Έτσι αυτά τα κολλύρια και οι αντίστοιχες αλοιφές θα πρέπει να  συνταγογραφούνται πάντα από οφθαλμίατρο και όχι να χορηγούνται εμπειρικά από μη ειδικούς ως η γενική θεραπεία για ένα κόκκινο μάτι.  H χρήση φακών επαφής μπορεί επίσης να μετατρέψει μια αθώα επιπεφυκίτιδα σε σοβαρή. Οι φακοί επαφής, ιδιαίτερα οι πολυφορεμένοι, θίγουν την ακεραιότητα του κερατοειδούς και μπορεί να προκαλέσουν απόπτωση ή εκδορές στο επιθήλιο, αυξάνοντας την πιθανότητα και για έλκος του κερατοειδούς. Οποιοσδήποτε φοράει φακούς επαφής και αισθανθεί δυσανεξία, ή το μάτι του κοκκινίσει, πρέπει να τους αφαιρέσει αμέσως και να αναζητήσει τη βοήθεια ειδικού το ταχύτερο δυνατό.

 

2) ΣΚΛΗΡΙΤΙΔΑ

 

Σκληρίτιδα είναι μια βαριά, επώδυνη φλεγμονή του σκληρού χιτώνα, η οποία μπορεί να απειλήσει όχι μόνο την όραση αλλά και την ακεραιότητα του βολβού (διάτρηση του βολβού). Επιπλέον, στο 80% των περιπτώσεων συνοδεύεται από κάποια συστηματική νόσο, η οποία σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να απειλήσει ακόμα και τη ζωή του ασθενούς Παρατηρείται σε άτομα μεγαλύτερης ηλικίας και συχνότερα σε γυναίκες.

Το 80% των περιπτώσεων σκληρίτιδας συνοδεύεται από κάποια συστηματική νόσο. Ένας μεγάλος αριθμός νοσημάτων είναι υπεύθυνος για την εμφάνιση σκληρίτιδας.

Τα συχνότερα νοσήματα που προκαλούν σκληρίτιδα είναι:

  • Ρευματοειδής Αρθρίτιδα
  • Συστηματικός Ερυθηματώδης Λύκος
  • Υποτροπιάζουσα Πολυχονδρίτιδα
  • Νόσος Αδαμαντιάδη – Behcet
  • Σκληροδερμία
  • Οζώδης Πολυαρτηρίτιδα
  • Κοκκιωμάτωση Wegener
  • Αγκυλοποιητική Σπονδυλαρθρίτιδα
  • Φλεγμονώδες Νόσημα του εντέρου
  • Ψωριασική Αρθρίτιδα

Άλλες γενικές νόσοι υπεύθυνες για σκληρίτιδα είναι:

  • Κοκκιωματώδεις φλεγμονές (φυματίωση, σαρκοείδωση, λέπρα)
  • Λοιμώδη νοσήματα (σύφιλη, έρπης)
  • Ροδόχρους ακμή
  • Τραύματα

 

Ανάλογα με την περιοχή του σκληρού που φλεγμαίνει η σκληρίτιδα διακρίνεται σε:

Πρόσθια σκληρίτιδα

Είναι η πιο συχνή μορφή (80% των σκληρίτιδων και αφορά το πρόσθιο τμήμα του σκληρού χιτώνα. Η φλεγμονή γίνεται αντιληπτή κι από τον ασθενή στο λευκό μέρος της μεσοβλεφάριας σχισμής. Μπορεί να έχει διάχυτη ή οζώδη μορφή και συχνά συγχέεται με μια ηπιότερη κι επιφανειακότερη βλάβη με παρόμοια συμπτώματα, την  επισκληρίτιδα.

 

Οπίσθια σκληρίτιδα

Αποτελεί το 20% των περιπτώσεων και η διάγνωσή της γίνεται μόνο με βυθοσκόπηση από τον οφθαλμίατρο. Συνήθως δε συνοδεύεται από συστηματική νόσο και είναι ιδιοπαθής.

 

 

Οι σκληρίτιδες εκδηλώνονται με:

  • Ερυθρότητα και υπεραιμία του οφθαλμού (συνήθως ετερόπλευρη)
  • Φωτοφοβία και Δακρύρροια
  • Έντονο πόνο βολβού, με εξάρσεις τη νύχτα και επιδεινώνεται με τις κινήσεις του βολβού.
  • Κεφαλαλγία (περιοφθαλμική επέκταση πόνου κυρίως κροταφικά).
  • Σημαντική μείωση της οπτικής οξύτητας όταν προσβληθούν τα πρόσθια μόρια (νεκρωτική) ή όταν προσβληθεί ο οπίσθιος πόλος (οπίσθια).

 

Η θεραπεία της σκληρίτιδας γίνεται πάντα σε συνδυασμό με τη θεραπεία της γενικής νόσου.

  • Η συστηματική χορήγηση αντιφλεγμονωδών μη κορτιζονούχων φαρμάκων, σε ελαφρές μορφές σκληρίτιδας, δίνει ικανοποιητικά αποτελέσματα.
  • Κορτιζονοθεραπεία δικαιολογείται σε σοβαρότερες περιπτώσεις.
  • Ανοσοκατασταλτικά χορηγούνται σε περιπτώσεις ανθεκτικές στη κορτιζονοθεραπεία.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

3)ΕΠΙΣΚΛΗΡΙΤΙΔΑ

 

Επισκληρίτιδα είναι μια καλοήθης, αυτοπεριοριζόμενη και συχνά υποτροπιάζουσσα φλεγμονή του επισκληρίου. (Το επισκλήριο αποτελείται από χαλαρό συνδετικό ιστό και προς τα έσω συνέχεται με το στρώμα του σκληρού χιτώνα.)

Παρατηρέιται σε νέα άτομα και στο 30% των περιπτώσεων συνδιάζεται με κάποια γενική νόσο όπως:

  • Έρπη ζωστήρα
  • Σύφιλη
  • Ουρική αρθρίτιδα
  • Νόσο του κολλαγόνου

Συνήθως αποτελεί αντίδραση υπερευσθησίας επιβραδυνόμενου τύπου, συνήθως ενδογενούς αντιγόνου.

Υπάρχουν δύο μορφές επισκληρίτιδας: 1) Η Διάχυτη, που είναι ο πιο συνηθισμένος και απλός τύπος

 

 

2) Η Οζώδης, που διακρίνεται από την ύπαρξη υπεγερμένου λευκού οζιδίου με έντονη υπεραιμία των πέριξ αγγείων. Το οζίδιο αυτό παρουσιάζει κάποια κινητικότητα σε σχέση με το σκληρό ,όπως φαίνεται στη σχισμοειδή λυχνία, σε αντίθεση με το οζίδιο της σκληρίτιδας που δεν είναι κινητό. Επιπλέον στη διαφορική διάγνωση με την σκληρίτιδα βοηθά και η δοκιμασία με κολλύριο επινεφρίνης, όπου κατά την ενστάλλαξή του προκαλείται σύσπαση των αγγείων του επιπεφυκότα και του επισκληρίου, με αποτέλεσμα να εξαφανισθεί η υπεραιμία όταν πρόκειται για επισκληρίτιδα. Σε περίπτωση σκληρίτιδας η υπεραιμία παραμένει.

 

Στα συμπτώματα της επισκληρίτιδας, συμπεριλαμβάνονται τα εξης

  1. Πόνος δεν υπάρχει ποτέ.
  2. Ερυθρότητα οφθαλμού (συνήθως διαρκεί 7-10 ημέρες).
  3. Δυσανεξία ή αίσθημα βάρους του οφθαλμού.
  4. Δακρύρροια.
  5. Ευαισθησία της περιοχής στην πίεση.

Αναφορικά με τη θεραπεία, οι ελαφρές περιπτώσεις υποχωρούνε σε 1-2 εβδομάδες. Σε περιπτώσεις δυσανεξίας του ασθενούς χορηγούνται  τοπικά μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη κολλύρια και τεχνητά δάκρυα. Σε υποτροπιάζουσες περιπτώσεις χορηγούνται μη στεροειδή αντιφλεγμνώδη από το στόμα. Αν συνυπάρχει συστηματική νόσος, η θεραπεία της, οδηγεί στην ίαση.

 

4)ΥΠΟΣΦΑΓΜΑ

Υπόσφαγμα λέγεται η συγκέντρωση μικρής ή μεγαλύτερης ποσότητας αίματος κάτω από τον επιπεφυκότα, που συμβαίνει συνήθως μετά τη ρήξη κάποιου μικρού αγγείου στην περιοχή. . Ο βολβικός επιπεφυκότας είναι διαφανής και έτσι καθίσταται ορατό το αίμα που συγκεντρώνεται κάτω από αυτόν.

Το υπόσφαγμα μπορεί να συμβεί

  •  αυτόματα αλλά επίσης και
  • μετά από έντονη σωματική άσκηση,
  • μετά από απότομο σήκωμα βάρους,
  • ή μετά από έντονο βήχα, εμετό, κλπ. Άτομα με υπέρταση, διαβήτη ή λήψη αντιπηκτικών φαρμάκων, έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να εμφανίσουν υποσφάγματα.

Το υπόσφαγμα είναι μια κατάσταση που ενώ τρομάζει τον ασθενή δεν ενέχει κανένα κίνδυνο για το μάτι ή την όραση. Δεν χρειάζεται καμία θεραπεία. Η απορρόφηση γίνεται από τον ίδιο τον οργανισμό μέσα σε λίγες ημέρες. Θα πρέπει όμως να γίνει έλεγχος της αρτηριακής πίεσης του ασθενούς και της πηκτικότητας του αίματός του ιδιαίτερα όταν λαμβάνει αντιπηκτικά, για επανακαθορισμό της δοσολογίας τους.

 

5)ΠΤΕΡΥΓΙΟ

To πτερύγιο είναι ένα τριγωνικό στρώμα ινοαγγειακού ιστού του επιπεφυκότα, το οποίο εισδύει στον κερατοειδή (το διαυγές πρόσθιο τμήμα του βολβού). Εντοπίζεται κυρίως ρινικά, στην μεσοβλεφάρια σχισμή.

Η ακριβής αιτία του πτερυγίου δεν έχει διαπιστωθεί ακόμη. Το πτερύγιο παρουσιάζεται συχνότερα σε άτομα που εργάζονται στην ύπαιθρο, ιδίως σε θερμά κλίματα με μεγάλη ηλιοφάνεια. Το πτερύγιο αναπτύσσεται προοδευτικά προς το κέντρο του κερατοειδούς προκαλώντας αστιγματισμό και μπορεί να εμποδίσει την όραση όταν πλησιάσει τον οπτικό άξονα. Σε περίπτωση όπου το πτερύγιο ερεθιστεί και γίνει κόκκινο μπορεί να χρησιμοποιηθούν τοπικά σταγόνες ή αλοιφές για να μειώσουν τη φλεγμονή. Η χειρουργική αφαίρεση ενδείκνυται είτε για κοσμητικούς λόγους (αν το πτερύγιο είναι μεγάλο, επεκτείνεται ή προκαλεί δυσμορφία) είτε σε περιπτώσεις που από την πρόοδο του πτερυγίου απειλείται ο οπτικός άξονας με αποτέλεσμα τη μείωση της όρασης. Παρά τη σωστή όμως χειρουργική αφαίρεση, το πτερύγιο μπορεί να υποτροπιάσει ιδίως σε νεαρά άτομα.

 

6) ΣΤΕΑΤΙΟ

Το στεάτιο είναι μια πολύ συχνή αλλοίωση  κιτρινόλευκου χρώματος στο βολβικό επιπεφυκότα, παραπλεύρως του σκληροκερατοειδικού ορίου, είτε από τη ρινική είτε από την κροταφική πλευρά του. Δεν είναι όγκος αλλά χαρακτηρίζεται από εκφύλιση των κολλαγόνων ινών του στρώματος του επιπεφυκότα που καταλήγει στην εναπόθεση πρωτεϊνών και λίπους.

Το στεάτιο μπορεί επίσης να αποτελεί αντίδραση σε χρόνιο ερεθισμό του ματιού ή σε έντονο ηλιακό φως.

Αντίθετα με το πτερύγιο, το στεάτιο δεν προχωρεί προς τον κερατοειδή κι έτσι δεν απειλεί την όραση.

Κύριο χαρακτηριστικό τους είναι οι συχνές φλεγμονές. Δε χρειάζεται θεραπεία εκτός εάν παρουσιάσει φλεγμονή. Το στεάτιο δεν «εισβάλλει» στον οπτικό άξονα και έτσι δεν απειλεί την όραση. Αν όμως είναι ενοχλητικό, μπορεί να αφαιρεθεί χειρουργικά, γεγονός όμως που γίνεται σπάνια.

 

1)ΚΕΡΑΤΟΚΩΝΟΣ

Χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση μίας προοδευτικής «κωνικής» παραμόρφωσης της καμπύλης επιφάνειας του κερατοειδούς, που επεκτείνεται συνηθέστερα στο κάτω μισό του, ρινικά και κάτω του οπτικού άξονα, δημιουργώντας μία προεξοχή σαν μικρό λόφο και παραμορφώνοντας το είδωλο που σχηματίζεται στο βυθό του ματιού.

Στα αρχικά στάδια της νόσου η παραμόρφωση πρωτοεμφανίζεται σαν ανώμαλος αστιγματισμός όμως στην εξέλιξή της παρατηρείται προοδευτική λέπτυνση, ουλοποίηση και τελικά θολερότητα στην περιοχή που υπάρχει ο κώνος. Το σημαντικό στον κερατόκωνο είναι ότι προκαλεί προοδευτική, μερική ή ολική, πτώση της όρασης η οποία δεν βελτιώνεται με γυαλιά και μπορεί να φθάσει μέχρι και την τύφλωση.

Η αιτιολογία παραμένει ουσιαστικά άγνωστη. Θεωρείται γενικά κληρονομική ασθένεια (με αναλογία 1:1 ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες) και για την εμφάνισή της ενοχοποιούνται πολλοί παράγοντες, κυρίως ανωμαλίες της δομής ή του μεταβολισμού των διαφόρων τμημάτων του κερατοειδούς. Είναι ελαφρώς συχνότερη σε νεαρούς ασθενείς (10-25 ετών) με σοβαρό άσθμα ή έκζεμα και σε άτομα με χρωμοσωμικές ανωμαλίες όπως το σύνδρομο Down. Η συχνότητα του στη Ελλάδα είναι 1 / 2.000 άτομα.

Ο κερατόκωνος είναι πολλές φορές πάθηση ασυμπτωµατική. Η διάγνωσή του γίνεται τυχαία κατά τον προεγχειρητικό έλεγχο διαθλαστικής χειρουργικής. Άλλοτε διαπιστώνεται κατά τον τυπικό οφθαλμολογικό έλεγχο στον οποίο προσέρχεται ο ασθενής παραπονούμενος για απότομη μείωση της όρασής του που συμβαίνει λόγω απότομης αύξησης του αστιγματισμού ή και της μυωπίας του. Συνήθως εμφανίζεται στην εφηβεία όπου και εξελίσσεται σχετικά γρήγορα, στη συνέχεια επιβραδύνεται ο ρυθμός κι η εξέλιξή του σταματά περίπου στα 35 χρόνια ζωής.

Τα πρώτα σημάδια του κερατόκωνου είναι συνήθως:

 

  •  Ο ερεθισμός και το υπερβολικό τρίψιμο των ματιών.
  • Η συνεχώς αυξανόμενη μυωπία κι ο ανώμαλος αστιγματισμός.
  • Οι συχνές αλλαγές στα γυαλιά κι η δυσανεξία στους μαλακούς φακούς επαφής.
  • Η αυξημένη ευαισθησία στο φως(παραθλάσεις και φωτοστέφανα).
  • Η δυσκολία κατά την οδήγηση τη νύχτα ή σε μέρες µε έντονη ηλιοφάνεια

Σε προχωρημένες μορφές, μια σοβαρή επιπλοκή είναι ο οξύς κερατοκωνικός ύδρωπας που οφείλεται σε ρήξεις της μεμβράνης του Descement (στην εσωτερική επιφάνεια του κερατοειδούς) με αποτέλεσμα οξύ και σοβαρό οίδημα του κερατοειδούς που εκδηλώνεται με συμπτώματα όπως δραματική πτώση της όρασης, ξαφνικός οξύς πόνος στο μάτι κι έντονη ερυθρότητα.

Η εξέταση στη σχισμοειδή λυχνία αποκαλύπτει τα χαρακτηριστικά κλινικά σημεία κερατόκωνου.

Αυτά είναι:

  • Πρόπτωση του κάτω βλεφάρου στην κατώτερη βλεμματική θέση(σημείο Munson).
  • Επιθηλιακές εναποθέσεις σιδήρου γύρω από τη βάση του κώνου εντός του επιθηλίου και της μεμβράνης Bowman (Δακτύλιος Fleisher)
  • Λεπτές κατακόρυφες πτυχές στο επίπεδο του εν τω βάθει κερατοειδικού στρώματος και της μεμβράνης του descement (Vogt’s striae)

Άλλες εξετάσεις:

  • Στο οφθαλμόμετρο του Javal παρατηρείται αδυναμία παραλληλισμού των κατοπτρικών ειδώλων, που αντικατοπτρίζονται στον κερατοειδή.
  • Στο δίσκο του Placido παρατηρείται παραμόρφωση των ομόκεντρων δακτυλίων του δίσκου που προβάλλονται στον κερατοειδή.
  • Στην τοπογραφία του κερατοειδούς απεικονίζονται, σήμερα, επακριβώς οι μεταβολές στην καμπυλότητα του κερατοειδούς στον κερατόκωνο.

 

Τρόποι αντιμετώπισης:

  • γυαλιά ή και φακοί επαφής: χρησιμοποιούνται στα αρχικά στάδια της νόσου, κυρίως για να αποκαταστήσουν τα διαθλαστικά σφάλματα (π.χ. μυωπία ή ανώμαλος αστιγματισμός). Όμως ενώ η πάθηση εξελίσσεται, σύντομα τέτοια μέσα αποδεικνύονται αναποτελεσματικά. Ένας μεγάλο ποσοστό ασθενών κάνουν χρήση ημίσκληρων ή σκληρών ημιδιαπερατών κερατοκωνικών φακών για χρόνια
  • ICRS – Intrastromal Corneal Ring Segments: εισαγωγή ενδοστρωματικών κερατοειδικών δακτυλίων. Η μέθοδος ενίσχυε τη δομική ακεραιότητα του κερατοειδούς (ομαλοποίηση τοπογραφικής εικόνας), αποτρέποντας έτσι την περαιτέρω πτώση της οράσεως του κερατοκωνικού οφθαλμού
  • Corneal Collagen Cross Linking (C3R/CXL): μια πρωτοποριακή θεραπεία με ενθαρρυντικά αποτελέσματα που χρησιμοποιεί φωτοσυνθετικούς παράγοντες, όπως η ριβοφλαβίνη (βιταμίνη Β12) και υπεριώδη ακτινοβολία UV-A (διασύνδεση κολλαγόνου με υπεριώδη ακτινοβολία – πολλαπλασιάζονται οι δεσμοί μεταξύ των δοκίδων κολλαγόνου του κερατοειδούς και ισχυροποιείται έτσι η αντοχή-στιβαρότητά-σκληρότητά του)
  • μεταμόσχευση κερατοειδούς (κερατοπλαστική) μερικού ή ολικού πάχους: όταν συναντάται περιστατικό με κερατόκωνο σε πολύ προχωρημένο στάδιο (όταν ο κερατοειδής ‘τρυπάει’ / ‘σχίζεται’ / ‘καταστρέφεται’)

 

2)ΚΕΡΑΤΙΤΙΔΑ

Κερατίτιδα καλείται η φλεγμονή του κερατοειδούς χιτώνα.

O κερατοειδής χιτώνας είναι ο διάφανος ιστός που αποτελεί το πρόσθιο τμήμα του βολβού του οφθαλμού και βρίσκεται μπροστά από την ίριδα.

Η διαφάνεια του κερατοειδούς εξασφαλίζεται από τις ιστοχημικές ιδιότητες των συστατικών του αλλά και από το γεγονός ότι δεν έχει αγγεία. Είναι ο μοναδικός ανάγγειος ιστός του ανθρωπίνου σώματος.

Ο κερατοειδής είναι το πιο ισχυρό διαθλαστικό μέσο του οφθαλμού και η διαφάνειά του επιτρέπει τη δίοδο εντός του οφθαλμού των φωτεινών ακτίνων που προέρχονται από τα διάφορα αντικείμενα του περιβάλοντος χώρου, ώστε να εστιαστούν στην ωχρά κηλίδα και να  δημιουργηθεί  έτσι το είδωλό τους.

Οι κερατίτιδες επηρεάζουν με διάφορους μηχανισμούς τη διαύγεια του κερατοειδούς πχ με δημιουργία οιδήματος, παθολογικής νεοαγγείωσης ή και ουλοποίησης του, με αποτέλεσμα τη σοβαρή μείωση της όρασης του ασθενούς.

Η φλεγμονή του κερατοειδούς είναι δυνατόν να οφείλεται

  • Σε λοιμώδη αίτια(μόλυνση από βακτήρια, μύκητες, πρωτόζωα ή ιούς)
  • Σε φυσικά αίτια ή/και χημικά αίτια (υπεριώδη ακτινοβολία, χημικά εγκαύματα).
  • Σε αντιδράσεις υπερευαισθησίας.
  • Σε ξηροφθαλμία (μειωμένη παραγωγή ή κακή ποιότητα δακρύων).
  • Σε παρατεταμένη έκθεση του κερατοειδούς χωρίς προστασία(ατελής σύγκλιση βλεφάρων).
  • Σε παράλυση τριδύμου νεύρου (μειωμένη αισθητικότητα κερατοειδούς).

Τα γενικά συμπτώματα μιας κερατίτιδας είναι:

  • Αίσθημα ξένου σώματος ή κι έντονος πόνος.
  • Φωτοφοβία.
  • Αντανακλαστική δακρύρροια.
  • Πτώση της όρασης, λόγω αδιαφάνειας του κερατοειδούς.

Έγχρωμη άλως  γύρω από τα φωτεινά αντικείμενα που οφείλεται   στο προκαλούμενο από τη φλεγμονή οίδημα του κερατοειδούς λόγω ανάλυσης και σκέδασης του φωτός  κατά τη διέλευσή του από το οιδηματικό στρώμα.

 

-Μικροβιακή κερατίτιδα

Συχνότερα μικροβιακά αίτια είναι

  • ο Streptococcus pneumoniae (πνευμονιόκοκκος), ο οποίος έχει σαν εστία τις χρόνιες παθήσεις του αποχετευτικού συστήματος των δακρύων πν χρόνιες δακρυοκυστίτιδες.
  • ο επιδερμικός σταφυλόκοκκος.
  • η ψευδομονάδα,που συχνά συνδέεται με παρατεταμένη κακή χρήση φακών επαφής.

Απαραίτητη προϋπόθεση για την εμφάνιση κερατίτιδας είναι η λύση της συνέχειας του κερατοειδικού επιθηλίου, που θα αποτελέσει την πύλη εισόδου για τον μικροοργανισμό.

 

Οι μικροβιακές λοιμώξεις του κερατοειδούς εμφανίζονται με τη μορφή έλκους με υπεγερμένα χείλη, και απαιτεί άμεση τοπική αντιμικροβιακή θεραπεία. Αν η νόσος μείνει χωρίς θεραπεία μπορεί να καταλήξει σε διάτρηση του κερατοειδούς, με επέκταση της φλεγμονής εντός του οφθαλμού, και τελικά την απώλειά του.

 

 

 

 

-Κερατίτιδα από μύκητες

Η προσβολή του κερατοειδούς από μύκητες είναι σπάνια.

 Εμφανίζεται  συνήθως:

  • Μετά από τραυματισμό με υλικό οργανικής προέλευσης, όπως κλαδί δέντρου, αγκάθι κλπ. Συνήθως αναπτύσσεται μετά από 2-4 εβδομάδες μετά τον τραυματισμό.
  • Σε άτομα που θεραπεύονται για μεγάλο χρονικό διάστημα με κορτιζόνη και αντιβιοτικά κολλύρια για άλλη πάθηση του κερατοειδούς.
  • Άτομα που πάσχουν από χρονιά νόσο πχ σακχαρώδη διαβήτη.

 

Η φλεγμονή από μύκητες εμφανίζεται με τη μορφή κεντρικής διήθησης του κερατοειδούς, περιβαλλόμενης από γκριζωπή άλω διηθημένου ιστού και συνοδεύεται από δορυφόρες μικρές άλλες διηθήσεις.

 

Η έναρξη των συμπτωμάτων είναι βραδεία, με αίσθημα ξένου σώματος, πόνο που αυξάνει βαθμιαία και ερυθρότητα.

Η διάγνωση, τίθεται από την κλινική εικόνα, το χρόνο επώασης την εργαστηριακή επιβεβαίωση του μύκητα.

Η θεραπεία, που συνήθως ξεκινά χωρίς να περιμένουμε το αποτέλεσμα της καλλιέργειας είναι δύσκολη. Περιλαμβάνει αγωγή με αντιμυκητιασικά φάρμακα, ενώ μερικές φορές η κερατοπλαστική είναι απόφευκτη.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ερπητική κερατίτιδα

Η μόλυνση του ανθρώπου με τον ιό του απλού έρπη είναι πολύ συχνή. Το 90% των ανθρώπων πάνω από 15ετών είναι οροθετικά στον ιό αλλά σπάνια εκδηλώνεται ως ενεργός κλινική λοίμωξη. Ο ιός του έρπητα μπορεί να εγκατασταθεί μόνιμα σε κάποιο κοντινό σημείο του νευρικού συστήματος και σε περιόδους κατά τις οποίες εξασθενεί η άμυνα του οργανισμού να μεταναστεύσει προς τον οφθαλμό και να προκαλέσει φλεγμονή.

Μορφές ερπητικής κερατίτιδας

Η ερπητική κερατίτιδα ανάλογα με το μέρος του κερατοειδή που προσβάλλεται διακρίνεται σε:

  • Επιθηλιακή  μορφή

Στην τυπική της μορφή η  ερπητική κερατίτιδα χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση  μιας πληγής, ενός έλκους δηλαδή της επιφάνειας του κερατοειδούς, με διακλαδώσεις που θυμίζουν κλαδιά δέντρου και ως εκ τούτου ονομάζεται δενδριτικό έλκος.

Σε μερικές περιπτώσεις ένα δενδριτικό έλκος, μπορεί να διευρυνθεί  χάνοντας την αρχική του μορφή και να πάρει γεωγραφική ή αμοιβαδοειδή μορφή. Αυτό το έλκος ονομάζεται γεωγραφικό έλκος. Αυτό συνήθως συμβαίνει όταν χρησιμοποιείται κολλύριο κορτιζόνης λόγω λανθασμένης διάγνωσης.

 

  • Στρωματική μορφή:

Με τη χαρακτηριστική θόλωση βαθιά  στον κερατοειδή (διάμεση κερατίτιδα).

  • Νεκρωτική μορφή

Με τη χαρακτηριστική προσβολή ολόκληρου του κερατοειδούς.

Θεραπεία ερπητικής κερατίτιδας

Η επιθηλιακή μορφή χρειάζεται μόνο τοπική χρήση αντιερπητικής αλοιφής.

Η στρωματική ερπητική κερατίτιδα  χρειάζεται αντιβιοτικά από το στόμα και τοπικά σταγόνες κορτιζόνης

Η νεκρωτική μορφή χρειάζεται αντιερπητικά και κορτιζόνη από το στόμα.

 

Υπεριώδης φωτοκερατίτιδα

Φωτοκερατίτιδα ονομάζεται το έγκαυμα στον κερατοειδή χιτώνα που προκαλείται από την υπεριώδη ακτινοβολία (εκπέμπεται πέραν του φάσματος του ορατού φωτός και σε μήκη κύματος μεταξύ 190 και 400nm)

Η ηλιακή ακτινοβολία περιέχει μεγάλο ποσό υπεριώδους ακτινοβολίας, η οποία όμως απορροφάται κατά το μεγαλύτερο μέρος της από την ατμόσφαιρα και κυρίως από το στρώμα του όζοντος.

Αίτια φωτοκερατίτιδας

  • Το μεγάλο υψόμετρο (λόγω αραιής ατμόσφαιρας κι αντανάκλασης από χιόνι, πάγο)
  • Η θάλασσα (υψηλή αντανάκλαση)
  • Οξυγονοκόλληση – Ηλεκτροσυγκόληση
  • Λάμπες υπεριώδους ακτινοβολίας (πχ σολάριουμ, άλλες πηγές που απαντώνται στη βιομηχανία)

Συμπτώματα

Τα συμπτώματα εμφανίζονται 6-10ώρες μετά την έκθεση στην ακτινοβολία  και περιλαμβάνουν:

  • Αίσθηση ξένου σώματος
  • Δακρύρροια
  • Φωτοφοβία
  • Πόνος
  • Βλεφαρόσπασμος

Σημεία

  • Ερυθρότητα δέρματος προσώπου και βλεφάρων
  • Υπεραιμία επιπεφυκότα
  • Στικτή απόπτωση επιθηλίου κερατοειδούς

 

Τα πιο πάνω συμπτώματα και σημεία υποχωρούν αυτόματα μετά από 24-48 ώρες χωρίς να αφήσουν υπολείμματα.

Πρόληψη

  • Ενημέρωση του κοινού για τους κινδύνους της υπεριώδους ακτινοβολίας.
  • Τα άτομα που εκτίθενται στην υπεριώδη ακτινοβολία πρέπει να προστατεύονται με ειδικά γυαλιά η πλήρη κάλυψη των οφθαλμών.

 

Θεραπεία

  • Αναλγητικά τοπικά ή συστηματικά
  • Τεχνητά δάκρυα
  • Πιεστική επίδεση του οφθαλμού

 

ΕΠΙΣΗΜΑΙΝΕΤΑΙ ΟΤΙ Η ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΤΟΠΙΚΩΝ ΑΝΑΛΓΗΤΙΚΩΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΠΡΟΚΑΛΕΣΕΙ ΤΟΞΙΚΗ ΒΛΑΒΗ ΣΤΟ ΕΠΙΘΗΛΙΟ ΤΟΥ ΚΕΡΑΤΟΕΙΔΟΥΣ.

 

 

 

3)ΚΑΤΑΡΡΑΚΤΗΣ

Ο καταρράκτης (cataract) είναι μια οφθαλμική πάθηση που αναπτύσσεται με την γήρανση. Είναι η σταδιακή με την πάροδο των ετών θόλωση του κρυσταλλοειδούς φυσικού φακού του ματιού, πίσω από την ίριδα. Ο φυσικός φακός του ματιού είναι κανονικά διαυγής για να περνάει μέσα από αυτόν το φως για να φτάσει στη συνέχεια στον αμφιβληστροειδή χιτώνα, στην οπίσθια επιφάνεια του ματιού, για την αποτύπωση των οπτικών ερεθισμάτων. 

   

Με την πάροδο λοιπόν των ετών, ο φακός αυτός χάνει την αρχική του σύσταση και θολώνει (γεροντικός καταρράκτης). Η συγκεκριμένη πάθηση κάνει την εμφάνισή της συνήθως μετά τα 60, χωρίς όμως να αποκλείονται οι περιπτώσεις εμφάνισης και σε νεότερες ηλικίες. Η έκθεση στον ήλιο (υπεριώδης ακτινοβολία) αλλά και η κακή διατροφή επιταχύνουν την εμφάνιση της νόσου.

 

Τα κυριότερα συμπτώματα καταρράκτη είναι:

  • μειωμένη (θολή) όραση (μακρυνή ή κοντινή)
  • εξασθενημένη χρωματική αντίληψη (color perception)
  • θάμβος ή αισθητά μειωμένη ευαισθησία αντίθεσης (contrast sensitivity)
  • αισθητά μειωμένη νυχτερινή όραση (night vision)
  • τακτικές αλλαγές στην συνταγογράφηση γυαλιών
  • φωτοευαισθησία (φωτοφοβία)
  • λάμψεις, αντανακλάσεις και φωτοστέφανα (άλως)
  • Σε πρώιμο στάδιο ο καταρράκτης μπορεί να αντιμετωπιστεί με συνταγογράφηση γυαλιών. Η λύση αυτή όμως είναι σίγουρα προσωρινή. Η ολοκληρωτική αφαίρεση (θεραπεία) του καταρράκτη πραγματοποιείται ξεκάθαρα με χειρουργική επέμβαση. 

 

 

 

 

 

 

Σε πρώιμο στάδιο ο καταρράκτης μπορεί να αντιμετωπιστεί με συνταγογράφηση γυαλιών. Η λύση αυτή όμως είναι σίγουρα προσωρινή. Η ολοκληρωτική αφαίρεση (θεραπεία) του καταρράκτη πραγματοποιείται ξεκάθαρα με χειρουργική επέμβαση. 

   Η περισσότερο διαδεδομένη μέθοδος είναι η τεχνική της φακοθρυψίας (phacoemulsification) με υπερήχους. Πρόκειται για μια χειρουργική διαδικασία υψηλής ασφάλειας εξαιτίας της προηγμένης τεχνολογίας που χρησιμοποιείται.

Η μέθοδος της φακοθρυψίας (phacoemulsification) είναι μία εντελώς αναίμακτη και ανώδυνη λύση για την αφαίρεση του καταρράκτη. Η μέθοδος είναι πολύ γρήγορη και έχει πολύ υψηλά ποσοστά επιτυχίας. Με την βοήθεια ενστάλλαξης αναισθητικών σταγόνων τοπικά, δημιουργούνται 2 μικροσκοπικές τομές στον οφθαλμό (συνήθως 2-3mm). 

Έπειτα πραγματοποιείται η καψουλόρηξη, ένα κυκλικό άνοιγμα στο πρόσθιο περιφάκιο για την εισαγωγή ενός ειδικού εργαλείου (σαν μικρή βελόνα) που εκπέμπει τους ηπερήχους και θρυμματίζει – κατακερματίζει και αναρροφά τον θολωμένο καταρρακτικό φακό (φακοθρυψία).

  • Τελικά, στη θέση του φυσικού, κρυσταλλοειδούς φακού του οφθαλμού τοποθετείται ένας ενδοφθάλμιος φακός (από ακρυλικό) που ονομάζεται ενδοφακός (IOL – intraocular lens). Στην φακοθρυψία δεν γίνεται χρήση ραμμάτων και ο ασθενής επιστρέφει άμεσα στις καθημερινές του δραστηριότητες (δεν απαιτείται προληπτική διαμονή στην κλινική – εξαίρεση αποτελούν πολύπλοκα περιστατικά όπου ενέχονται κι άλλες παθήσεις όπως γλαύκωμα, κερατοπάθεια, προβλήματα βυθού κ.α.). Στις μέρες μας μια επέμβαση καταρράκτη μπορεί να συνδυαστεί με την αντιμετώπιση της πρεσβυωπίας και του αστιγματισμού, χρησιμοποιώντας τους κατάλληλους ενδοφθάλμιους φακού (ενδοφακούς).

Ο ενδοφθάλμιος φακός που χρησιμοποιείται στην διαδικασία της φακοθρυψίας είναι ένας μικρός, τεχνητός φακός (ακρυλικός ή σιλικόνης) που εμφυτεύεται με χειρουργική επέμβαση και αντικαθιστά τον υπάρχοντα θολό φακό (γίνεται καλά ανεκτός από το μάτι). Η τεχνολογία των ενδοφθάλμιων φακών έχει κάνει τεράστια πρόοδο. Παραδοσιακά, ο φακός που χρησιμοποιείτο για την επέμβαση καταρράκτη ήταν ένας μονοεστιακός φακός. Υπάρχουν διάφορα είδη και ποιότητες ενδοφακών και η σωστή επιλογή από τον θεράποντα ιατρό είναι σημαντική για την μετεγχειρητική όραση του ασθενούς. Η σύγχρονη τεχνολογία πλέον προσφέρει μια ευρεία γκάμα επιλογής.

 

ΠΑΘΗΣΕΙΣ ΒΥΘΟΥ

-Αποκόλληση αμφιβληστροειδή

 

Ο αμφιβληστροειδής είναι μια ημιδιαφανής μεμβράνη που καλύπτει το εσωτερικό πίσω μέρος του βολβού του ματιού (βυθός). Περιέχει τα φωτοευαίσθητα νευρικά κύτταρα (ραβδία και κωνία) τα οποία μετατρέπουν τα οπτικά ερεθίσματα σε ηλεκτρικά σήματα που διαβιβάζονται στον εγκέφαλο και μεταφράζονται σε εικόνες. Η αποκόλληση του αμφιβληστροειδούς είναι η κατάσταση εκείνη κατά την οποία ο αμφιβληστροειδής χιτώνας αποχωρίζεται από τον υποκείμενο χοριοειδή χιτώνα. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα, την απομάκρυνση των κατεξοχήν στοιχείων για την αντίληψη του φωτός (ραβδίων και κωνίων) από το τροφικό τους υποστρώμα, το μελάγχρουν επιθήλιο και τη χοριοτριχοειδική στιβάδα με αποτέλεσμα την εκφύλιση αυτών και τελικά την τύφλωση.

 

Υπάρχουν 3 διαφορετικοί τύποι αποκόλλησης

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

.

 

                                                                               1) Ρηγματογενής αποκόλληση Απαραίτητη προϋπόθεση είναι η δημιουργία ρωγμής στον αμφ/δη, δια μέσου της οποίας υγρό από τον υαλοειδικό χώρο παρεμβάλλεται μεταξύ του μελάγχρου επιθηλίου και του αμφ/δούς, με αποτέλεσμα την αποκόλληση του από το τοίχωμα του βολβού.

 

Προδιαθεσικοί παραγοντες:

    • Εκφυλιστικές βλάβες στην περιφέρεια του αμφ/δούς
    • Τραύματα βολβού
    • Υψηλή μυωπία
    • Κατάσταση του υαλοειδούς (ζελατινώδης ουσία που πληροί τον βολβό του οφθαλμού και έρχεται σε επαφή με τον αμ/δή). Σε μερικές περιπτώσεις, το υαλοειδές ρευστοποιείται, και αποχωρίζεται από το αμφ/δη. Τα φαινόμενο αυτό μπορεί να επέλθει απότομα οπότε προκαλούνται έλξεις στον αμφιβληστροειδή. Εάν ο αμφιβληστροειδής είναι ευαίσθητος σε αυτό το σημείο, οι έλξεις αυτές μπορεί να οδηγήσουν στη δημιουργία ρωγμής, μέσα από την οποία ενδέχεται να περάσουν τα ενδοφθάλμια υγρά και να προκαλέσουν αποκόλληση του αμφιβληστροειδούς.

 

2)Ελκτική αποκόλληση Οφείλεται σε παθολογικές αλλοιώσεις του υαλοειδούς κατά τις οποίες δημιουργούνται υαλοειδοαμφιβληστροειδικές μεμβράνες που ρικνούμενες εξασκούν ισχυρές έλξεις στον αμφ/φή με τελικό αποτέλεσμα την αποκόλλησή του.

  1. Εξιδρωματική ή δευτεροπαθής αποκόλληση

Εδώ το υπαμφιβληστροειδικό υγρό προέρχεται από τον χοριοειδή λόγω διαταραχής της διαπερατότητας του μελάγχρου επιθηλίου π.χ σε φλεγμονές ή όγκους του χοριοειδούς.

 

Η αποκόλληση του αμφιβληστροειδούς είναι μια επείγουσα κατάσταση και ο ασθενής πρέπει να είναι σε θέση να αναγνωρίσει τα συμπτώματα της αποκόλλησης.

 

 

Αυτά είναι:

  • Φωταψίες δηλαδή λάμψεις(αστραπές –σπίθες) σύντομης διάρκειας.
  • Μυοψίες Απότομη εμφάνιση μαύρων κηλίδων (μυγών –πεταλούδων).
  • Ελάττωση της όρασης λόγω υαλοειδικής αιμορραγίας.
  • Απώλεια τμήματος του οπτικού πεδίου όταν αρχίζει και αποκολλάται ο αμφ/δης.
  • Δραματική πτώση της όρασης όταν αποκολληθεί η ωχρά.

Τα συμπτώματα αυτά πρέπει να θορυβήσουνε τον ασθενή ώστε να αναζητήσει άμεσα βοήθεια από οφθαλμίατρο γιατί η αποκόλληση του αμφιβληστροειδούς αποτελεί επείγουσα κατάσταση, η οποία μπορεί να βλάψει μόνιμα την όραση του ασθενούς.

 

Μεγάλη σημασία ως προς την αποτελεσματικότητα της θεραπείας έχει η πρώιμος διάγνωση. Έτσι, αν διαγνωσθούν έγκαιρα μικρές περιφερικές ρωγμές του αμφιβληστροειδούς, γίνεται περιχαράκωση τους με εστιακή laser φωτοπηξία για να σταματήσει η εξέλιξή τους προς πιθανή αποκόλληση. Στην περίπτωση αυτή δεν είναι απαραίτητη η παραμονή του ασθενούς στο νοσοκομείο.

Εάν όμως δεν διαγνωσθούν έγκαιρα, είναι εκτεταμένες ή πιο κεντρικές, η φωτοπηξία με laser συχνά δεν είναι αρκετή να συγκρατήσει τον αμφιβληστροειδή, κι η βλάβη επεκτείνεται έως ότου αποκολληθεί μεγάλο μέρος ή ακόμα κι όλος ο αμφιβληστροειδής.

Σε περιορισμένης και μικρής εκτάσεως ήδη εγκατεστημένη αποκόλληση του αμφιβληστροειδούς, επιχειρείται συμπλησίαση του αμφ/δούς προς το χοριοειδή, αντίστοιχα προς τη ρωγμή, ώστε να εξασφαλισθεί η στεγανή συγκόλληση του αμφ/δούς μα τον υποκείμενο χοριοειδή.

 

Η πιο διαδεδομένη χειρουργική τεχνική που εφαρμόζεται είναι ο περιβροχισμός με σκληρικά μοσχεύματα.

Πρόκειται για μοσχεύματα σιλικόνης, που καθηλώνονται εξωτερικά με ράμματα στο σκληρικό τοίχωμα του ματιού, στην περιοχή που αντιστοιχεί στη ρωγμή, ασκώντας πίεση στον αμφιβληστροειδή από έξω προς τα μέσα. Για την συγκόλληση της ρωγμής του αμφιβληστροειδούς εφαρμόζεται περαιτέρω κρυοπηξία ή laser φωτοπηξία.  Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το «σφράγισμα» της ρωγμής και την αποκατάσταση της αποκόλλησης με την απορρόφηση του υπαμφιβληστροειδικού υγρού από τον ίδιο τον οργανισμό.

Η εγχείριση γίνεται συνήθως με τοπική αναισθησία και τα σκληρικά μοσχεύματα παραμένουν για πάντα στο μάτι χωρίς να προκαλούν πόνο ή να γίνονται αντιληπτά.

 

Εάν η αποκόλληση του αμφιβληστροειδούς είναι εκτεταμένη, η πλέον διαδεδομένη τεχνική είναι η υαλοειδεκτομή.

Για τη συγκόλληση των χειλέων της αμφιβληστροειδικής ρωγμής εφαρμόζεται κρυοπηξία ή ενδο-laser φωτοπηξία για τη ανάπτυξη γύρω από την ρωγμή άσηπτων χοριοαμφιβληστροειδικών εστίών, έτσι ώστε όταν αυτές ουλοποιηθούν να δημιουργηθούν περιοχές στερεάς σύμφυσης μεταξύ του αμφ/δούς και του χοριοειδούς και να κλείσουν την ρωγμή. Στο τέλος της επέμβασης, η οφθαλμική κοιλότητα πληρούται με ένα ειδικό αέριο το οποίο θα διατηρήσει τον αμφιβληστροειδή στην θέση του για τουλάχιστον 15 ημέρες (εσωτερικός επιπωματισμός). Το αέριο αυτό σταδιακά θα απορροφηθεί από τον οφθαλμό και θα αντικατασταθεί με τον φυσιολογικό ορό του ασθενούς.

 

Σε παραμελημένες ή δύσκολες αποκολλήσεις, στο τέλος της εγχείρησης υαλοειδεκτομής αντί του αερίου, το μάτι συμπληρώνεται με έλαιο υγρής σιλικόνης. Η σιλικόνη έχει τον ίδιο ρόλο όπως και το αέριο μόνο που δεν απορροφάται και πρέπει να αφαιρεθεί χειρουργικά όταν κρίνει ο χειρουργός. Το πλεονέκτημα της σιλικόνης είναι ότι προσφέρει σταθερότητα για μακρύ χρονικό διάστημα αρκετών εβδομάδων.

Η ανατομική αποκατάσταση της αποκόλλησης του αμφ/δούς με τα σημερινά χειρουργικά μέσα ανέρχεται στο 90% των περιπτώσεων. Το οπτικό αποτέλεσμα εξαρτάται από το αν η αποκόλληση επεκτάθηκε και στην ωχρά και από το χρόνο που μεσολάβησε μεταξύ της αποκόλλησης και της πραγματοποίησης της χειρουργικής επέμβασης.

Το υαλοειδές σώμα είναι μια ζελατινώδης ουσία που πληρεί τον βολβό του οφθαλμού, πίσω από το φακό και έρχεται σε επαφή με τον αμφιβληστροειδή. Το υαλοειδές φυσιολογικά συμφύεται πιο στερεά σε ορισμένα σημεία με το τοίχωμα του βολβού.

Τα σημεία αυτά είναι:

  • Τα όρια της οπτικής θηλής
  • Ένας δακτύλιος γύρω από την ωχρά κηλίδα
  • Τα μεγάλα αγγεία του αμφιβληστροειδούς
  • Η οπίσθια επιφάνεια του φακού (δακτύλιος Egger)

Η εκφύλιση του υαλοειδούς  στους εμμέτρωπες αρχίζει  να εμφανίζεται  φυσιολογικά στην ηλικία των 50 χρονών.  Στη βιομικροσκόπηση η εκφύλιση αυτή εκδηλώνεται με την εμφάνιση στο κεντρικό υαλοειδές λεπτότερων ή παχύτερων ινιδίων. Μεταξύ των ινιδίων αυτών, αναπτύσσονται περιοχές με ρευστοποιημένο υαλοειδές.

Υποκειμενικά οι αλλοιώσεις αυτές γίνονται αντιληπτές από το άτομο με το αίσθημα μικρών στιγμάτων, μυγών ή αραχνών, που μετακινούνταν στο χώρο του οπτικού του  πεδίου με τις κινήσεις των οφθαλμών.

Οι περιοχές αυτές με το ρευστοποιημένο υαλοειδές, συνενώνονται για να σχηματίσουν μια μεγαλύτερη κοιλότητα, η οποία όταν φτάσει στο πίσω μέρος του οφθαλμού (οπίσθιο πόλο) και συνήθως στην περιοχή της ωχράς, ρηγνύετε σχηματίζοντας μια οπή. Μέσω αυτής της οπής το ρευστοποιημένο υαλοειδές περνά στον οπισθουαλοειδικό χώρο, και χωρίζει το υαλοειδές από τον αμφ/δή.

Όταν αυτό γίνεται απότομα, προκαλούνται ισχυρές έλξεις του υαλοειδούς αντίστοιχα προς τη θέση των ισχυρών συμφύσεων, με το τοίχωμα του βολβού , με αποτέλεσμα:

  • είτε να σπάσουν οι συμφύσεις αυτές ή
  • να σχισθεί ο αμφιβληστροειδής αντίστοιχα προς τη σύμφυση (ρωγμή αμφ/δούς)
  • είτε να σπάσει κάποιος  μικρός αγγειακός  κλάδος με αποτέλεσμα τη ενδουαλοειδική αιμορραγία

Πέραν της ηλικίας, ρόλο στην δημιουργία της οπίσθιας αποκόλλησης του υαλοειδούς φαίνεται να παίζουν και:

  1. Η μυωπία μεγαλύτερη των 6 διοπτριών
  2. Η εγχείρηση καταρράκτη
  3. Η οπίσθιας καψουλοτομή ΜΕ YAG LASER για τη διόρθωση του δευτερογενούς καταρράκτη
  4. Παλαιότερη  ενδοφθάλμια φλεγμονή

 

Η οπίσθια αποκόλληση του υαλοειδούς προκαλεί στο άτομο ορισμένα συμπτώματα, όπως:

  1. Μυοψίες: Μαύρα στίγματα ή ιπτάμενες μύγες ή θολώσεις με μορφή ιστού αράχνης που εμφανίζονται απότομα στο οπτικό του πεδίο και μετακινούνται με τις κινήσεις των βολβών, όταν  κοιτάζετε σε μια καθαρή επιφάνεια, όπως σε ένα άσπρο τοίχο ή ένα γαλάζιο ουρανό.

Αιωρούμενα μαύρα στίγματα στο υαλοειδές.

Οι περισσότεροι ασθενείς αντιμετωπίζουν ενστικτωδώς το πρόβλημα κοιτάζοντας γρήγορα πάνω και μετά κάτω, προωθώντας έτσι τη μετακίνηση των στιγμάτων έξω από το κεντρικό οπτικό άξονα Το φαινόμενο μπορεί να είναι ιδιαίτερα ενοχλητικό, ειδικά στο διάβασμα. Οι μυϊοψίες από τη στιγμή που θα δημιουργηθούν, δεν υπάρχει τρόπος να υποχωρήσουν τελείως αλλά υπό φυσιολογικές συνθήκες παραμένουν ορατές, μέχρι ο εγκέφαλος να συνηθίσει την παρουσία τους και να τις «αγνοεί» (fadeout).

  1. Φωταψίες: καλούνται οπτικά φαινόμενα σαν λάμψειςή αστραπές ή σπίθες τσακμάκι που  προκαλούνται από τις έλξεις που ασκεί το υαλοειδές στον αμφιβληστροειδή, κατά τη διαδικασία της εκφυλιστικής συρρίκνωσης του. Το φαινόμενο αυτό μπορεί να παρουσιάζει διακυμάνσεις για αρκετές εβδομάδες ή μήνες μέχρι να ολοκληρωθεί η οπίσθια αποκόλληση του υαλώδους.

Λάμψεις φωτός μπορεί να εμφανίζονται σε αρκετούς ασθενείς που πάσχουν από οφθαλμική ημικρανία, οφειλόμενη σε  σπασμό των αγγείων του ματιού. Το φαινόμενο χαρακτηρίζεται από ακανόνιστες γραμμές ή «ώσεις θερμότητας» στο ένα ή και στα δύο μάτια, στο κεντρικό ή και περιφερικό τμήμα του οπτικού πεδίου για 10-20 λεπτά ή περισσότερο, συνοδευόμενες συνήθως  από κεφαλαλγία.

  1. Θόλωση ή απώλεια της όρασης λόγω ρήξης αγγείου και επελθούσης ενδουαλοειδικής αιμορραγίας.

Η ολοκλήρωση της οπίσθιας αποκόλλησης του υαλοειδούς, πραγματοποιείται συνήθως σε βραχύ χρονικό διάστημα (από λίγες ημέρες μέχρι 3 – 4 εβδομάδες).

Το 10-46% των ρωγμών πραγματοποιείται συνήθως σε αυτό το διάστημα και σπάνια εβδομάδες ή μήνες μετά την ολοκλήρωσή τους.

Έτσι, σε περίπτωση που οι μυϊοψίες αυξάνουν σε αριθμό και ένταση ή συνοδεύονται από  επίμονες  λάμψεις ή απώλεια μέρους του οπτικού πεδίου, είναι απαραίτητη η άμεση οφθαλμολογική εξέταση (εντός 24ωρου) με βυθοσκόπηση υπό μυδρίαση, για τη διάγνωση σοβαρών οφθαλμικών παθήσεων που ενδεχομένως υποκρύπτονται πχ ρωγμές.

Η εξέταση αυτή πρέπει να επαναλαμβάνεται 2-3φορές σε χρονικά διστήματα πέραν της εβδομάδας, ιδίως όταν οι φωταψίες συνεχίζονται. Η ανακάλυψη και αντιμετώπιση τυχών ρωγμών του αμφ/δή με laser φωτοπηξία, μπορεί να προλάβει σοβαρότερες και απειλητικότερες για την όραση καταστάσεις.

Η Διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια είναι μια πολύ σοβαρή επιπλοκή του σακχαρώδη διαβήτη, η οποία εμφανίζει χαρακτηριστικές βλάβες στο βυθό του οφθαλμού λόγω προσβολής των αμφιβληστροειδικών αγγείων.

Ο σακχαρώδης διαβήτης, οφείλεται σε ανεπάρκεια της ορμόνης ινσουλίνης ή σε αντίσταση των κυττάρων του οργανισμού στη δράση της ή και στα δύο. Η ινσουλίνη εκκρίνεται από το πάγκρεας και είναι απαραίτητη στα κύτταρα, ώστε να μπορούν να προσλαμβάνουν και να χρησιμοποιούν τη γλυκόζη ως πηγή ενέργειας. Τελικό αποτέλεσμα αυτών είναι η μη χρησιμοποίηση της γλυκόζης από τους ιστούς και κατά συνέπεια η αύξησή της στο αίμα (υπεργλυκαιμία)

Αναγνωρίζονται σήμερα 3 κύριοι τύποι διαβήτη:

  1. Ο διαβήτης τύπου 1 (παλαιότερα γνωστός ως ινσουλινοεξαρτώμενος ή νεανικός διαβήτης), που αποτελεί το 5-10% των περιπτώσεων και εμφανίζεται κυρίως στην παιδική ηλικία και οφείλεται σε βλάβη των β κυττάρων του παγκρέατος. Δεν κληρονομείται ευθέως παρά μόνο η προδιάθεση.
  2. Ο διαβήτης τύπου 2 (παλαιότερα γνωστός ως μη ινσουλινοεξαρτώμενος διαβήτης ή διαβήτης των ενηλίκων), που αποτελεί το 90% των περιπτώσεων  εμφανίζεται κυρίως σε υπέρβαρους ενήλικες μεταξύ 50-70χρονών  και κληρονομείται.
  3. Ο διαβήτης της κύησης

ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ  ΚΙΝΔΥΝΟΥ

  1. Διάρκεια νόσου

O κυριότερος παράγοντας που επηρεάζει την εμφάνιση της διαβητικής αμφι/πάθειας είναι η διάρκεια της νόσου. Για ασθενή με διαβήτη >10χρόνια η συχνότητα της διαβητικής αμφ/παθειας ανέρχεται στο 70% περίπου. Η διάρκεια του διαβήτη πριν από την εφηβεία δεν υπολογίζεται ως επιβαρυντικός παράγοντας. Έτσι η πιθανότητα να αναπτύξουν Δ.Α δύο νέοι ασθενείς σε μια δεδομένη χρονική στιγμή είναι η ίδια , ακόμα  και αν ο ένας εμφάνισε π.χ διαβήτη σε ηλικία 6 χρονών και ο άλλος στα 12.

 

  1. Ηλικία εμφάνισης

Ασθενείς με διαγνωσμένο διαβήτη σε ηλικία μικρότερη των 30 ετών εμφανίζουν μεγαλύτερα ποσοστά διαβητικής αμφ/πάθειας σε σχέση με εκείνους που η διάγνωση έγινε σε μικρότερη ηλικία.

  1. Ανεπαρκής μεταβολικός έλεγχος

Η καλή ρύθμιση της γλυκόζης του αίματος επιβραδύνει την εμφάνιση Δ.Α. Παράγοντες που δρουν δυσμενώς στην εξέλιξη της ΔΑ είναι νεφροπάθεια, η αρτηριακή υπέρταση, η εφηβεία , η κύηση.

  1. Οφθαλμικοί παράγοντες

Η οπίσθια αποκόλληση του υαλοειδούς και η εγχείρηση του καταρράκτη φαίνεται να επιδεινώνουν την διαβητική αμφ/παθεια, ενώ η μυωπία φαίνεται να  ασκεί ανασταλτική επίδραση στην εμφάνιση και την εξέλιξη της.

ΠΑΘΟΓΕΝΕΙΑ ΔΙΑΒΗΤΙΚΗΣ ΑΜΦ/ΠΑΘΕΙΑΣ

Στα αρχικά της στάδια χαρακτηρίζεται από αυξημένη διαπερατότητα των αγγείων του αμφιβληστροειδούς με αποτέλεσμα την ανάπτυξη εξιδρωματικών αλλοιώσεων στον οπίσθιο πόλο και την ωχρά (διαβητική ωχροπάθεια). Στις πιο προχωρημένες περιπτώσεις η απόφραξη των αμφ/κών αγγείων (αμφιβληστροειδική ισχαιμία) οδηγεί στην ανάπτυξη αμφιβληστροειδικής νεοαγγείωσης, υποτροπιαζουσών υαλοειδικών αιμορραγιών  ή και στη δευτεροπαθή αποκόλληση του αμφιβληστροειδούς από έλξη.

Διακρίνουμε δύο βασικούς αλληλοδιάδοχους τύπους διαβητικής αμφιβληστροειδοπάθειας:

1.Μη παραγωγική διαβητική αμφ/πάθεια (υποστρώματος)

Αποτελεί το πρώιμο προειδοποιητικό στάδιο της πάθησης όπου η όραση συνήθως δεν επηρεάζεται σημαντικά. Στο στάδιο αυτό η εικόνα του βυθού παρουσιάζει μικροανευρύσματα(σακκοειδείς διευρύνσεις του τοιχώματος των τριχοειδών), αιμορραγίες (στικτές και φλογοειδείς) κι σκληρά εξιδρώματα στον αμφ/δή, λόγω βλάβης του διαβήτη στα μικρά αγγεία (τριχοειδή) του ιστού. Οίδημα του αμφ/δούς λόγω αυξημένης διαπερατότητας του τοιχώματος των τριχοειδών και των μικροανευρυσμάτων,  παρουσιάζεται σαν πάχυνση του αμφ/δούς, μπορεί να είναι εστιακό ή διάχυτο και αν προσβάλει την ωχρά κηλίδα, έχουμε το διαβητικό οίδημα της ωχράς που εκδηλώνεται με παραμόρφωση ή έκπτωση της κεντρικής οράσεως του ασθενούς.

 

2.Παραγωγική διαβητική αμφ/παθεια

Σε αρρύθμιστο ή μακροχρόνιο διαβήτη η διαταραγμένη κυκλοφορία του αίματος στον αμφιβληστροειδή κι η ισχαιμία  που αυτή προκαλεί, οδηγεί στην αντιδραστική ανάπτυξη   νεοαγγείων, τα οποία μπορούν εύκολα να αιμορραγήσουν αφού έχουν λεπτά και εύθραυστα(παθολογικά) τοιχώματα.

Έτσι παρατηρούνται εκτεταμένες  αιμορραγίες είτε μέσα στο υαλώδες  (ενδουαλοειδικές) είτε πίσω από αυτό (οπισθουαλοειδικές ή προαμφιβληστροειδικές). Οι επαναλαμβανόμενες αυτές αιμορραγίες οδηγούς σε οργάνωση του υαλοειδούς με την ανάπτυξη άφθονων ινοαγγειακών μεμβρανών και συνδετικού ιστού. Η ρίκνωση των μεμβρανών αυτών οδηγούν σε έλξη και τελικά αποκόλληση του αμφ/δούς με αποτέλεσμα την τύφλωση του ασθενούς.

Ακόμα καταστροφή του οφθαλμού μπορεί να προέλθει από δευτεροπαθές νεοαγγειακό γλαύκωμα, λόγω ανάπτυξης νεοαγγείωσης στην ίριδα και τη γωνία του προσθίου θαλάμου.

Η διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια είναι μια ύπουλη νόσος, αφού ακόμα και σε σημαντικές βλάβες, ο ασθενής μπορεί να μην έχει συμπτώματα. Η όραση μπορεί να μην μεταβληθεί μέχρι που η Δ.Α. να εξελιχθεί σε πιο προχωρημένα στάδια.

Τα κλινικά σημεία και τα συμπτώματα της νόσου  είναι ανάλογα του σταδίου και της θέσης ή και της έκτασης της βλάβης:

  •  Οίδημα στην ωχρά γίνεται αντιληπτό στον ασθενή ως παραμόρφωση εικόνων στην κεντρική περιοχή.
  •  Αιμορραγία του υαλώδους οδηγεί σε διάχυτη θόλωση ή πολλαπλές εστιακές θολερότητες όρασης.
  •  Αποκόλληση του αμφιβληστροειδούς κι ανάπτυξη ουλώδους ιστού οδηγεί σε απώλεια μέρους του οπτικού πεδίου ή τύφλωση.
  • Νεοαγγειακό γλαύκωμα οδηγεί σε οφθαλμικό άλγος, μείωση οπτικών πεδίων κι απώλεια της όρασης.

Σήμερα η Δ.Α αποτελεί την πρώτη αιτία μη αναστρέψιμης τύφλωσης στον δυτικό κόσμο.

 

Η διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια είναι ασυμπτωματική και ύπουλη νόσος, για αυτό και η συστηματική παρακολούθηση των ασθενών αυτών έχει μεγάλη σημασία. Ο διαβητικός ασθενής θα πρέπει να υποβάλλεται τουλάχιστον μια φορά το χρόνο σε πλήρη οφθαλμολογική εξέταση. Αν μάλιστα κατά τη διάρκεια αυτής διαπιστωθούν αλλοιώσεις τότε επιβάλλεται τακτικότερος έλεγχος (κάθε 3 – 4 μήνες).

Το πλήρες οφθαλμολογικό check-up του διαβητικού ασθενούς περιλαμβάνει:

  • Βασική οφθαλμολογική εξέταση(δηλαδή μέτρηση της οπτικής οξύτητας, διαθλαστική διόρθωση και τονομέτρηση της ενδοφθάλμιας πίεσης του ματιού).
  • Βυθοσκόπηση υπό μυδρίαση δηλαδή έλεγχος του βυθού του ματιού (αμφιβληστροειδής και ωχράς) στη σχισμοειδή λυχνία μέσω φαρμακευτικής διαστολής της κόρης των ματιών και με τη βοήθεια ειδικού φακού.
  • Ψηφιακή απεικόνιση (φωτογράφηση) των αλλοιώσεων και διατήρηση του αρχείου για την παρακολούθηση της εξέλιξης της νόσου στο χρόνο.
  • Η φλουροαγγειογραφίαείναι μια ειδική εξέταση που επιτρέπει τη σαφέστερη διάγνωση της Δ.Α. και την εκτίμηση της κατάστασης των αγγείων.

Η οπτική τομογραφία συνοχής (OCT). Πρόκειται για μια μορφή τομογραφίας που χρησιμοποιώντας υπέρυθρο φως παράγει ταχύτατα τομογραφίες της ωχράς κηλίδας  κι αποκαλύπτει συλλογές υγρών, οιδήματα ή κι αποκολλήσεις στην περιοχή της ωχράς συμβάλλοντας στη διάγνωση και την παρακολούθηση της πορείας της διαβητικής ωχροπάθειας, που αποτελεί το σημαντικότερο αίτιο μειωμένης όρασης στους διαβητικούς. 

 

Αναφορικά με την θεραπεία, υπάρχουνε οι εξής τρόποι

  • Συντηρητική

Φαίνεται ότι η καλή ρύθμιση του σακχάρου του αίματος προφυλάσσει ή τουλάχιστον αναβάλει την εμφάνιση της Δ.Α. Έτσι είναι απαραίτητος ο έλεγχος της γλυκοζιλιωμένης  αιμοσφαιρίνης ανά τρίμηνο και επιπλέον η ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης, της υπερλιπιδαιμίας, η μείωση του σωματικού βάρους, ο περιορισμός του αλκοόλ. Η διακοπή του καπνίσματος κι η ήπια σωματική άσκηση μπορούν να βοηθήσουν.

Πριν την έναρξη της όποιας θεραπείας ο εξειδικευμένος ιατρός θα πρέπει πάντα να λαμβάνει υπόψη του την ηλικία, το ιατρικό ιστορικό, τον τρόπο ζωής του ασθενούς αλλά πάνω από όλα τη θέση και την έκταση της βλάβης.

Κατά περίπτωση η θεραπεία έχει σκοπό κυρίως να επιβραδύνει τη σοβαρή απώλεια της όρασης κι αν είναι δυνατό να βελτιώσει την οπτική οξύτητα.

Ανάλογα με τον τύπο της βλάβης προτείνονται:

  • Ενδοϋαλοειδική έγχυση αντιαγγειογενετικών παραγόντων:

Αποτελεί την πλέον σύγχρονη θεραπεία της παραγωγικής Δ.Α. και κυρίως του διαβητικού οιδήματος της ωχράς κηλίδας. Πρόκειται για την ενδοφθάλμια έγχυση  φαρμάκων (ranobizumap ή aflibercept). Εκτελούνται σε χειρουργικό περιβάλλον από εξειδικευμένους οφθαλμιάτρους βάσει συγκεκριμένου πρωτοκόλλου θεραπείας. Τα φάρμακα αυτά μπλοκάρουν τις ουσίες που είναι υπεύθυνες για την παραγωγή των παθολογικών και εύθραυστων νεογγείων, γεγονός που συμβάλει στη μείωση του οιδήματος και των αιμορραγιών στον αμφιβληστροειδή.

 

  • Φωτοπηξία με laser: 

Με μικρά εκκαύματα  προκαλούμε  την τέλεια καταστροφή των ισχαιμικών περιοχών του αμφ/δούς με αποτέλεσμα τη δυνατότητα μεταφοράς περισσότερου οξυγόνου στις υπόλοιπες περιοχές  και ταυτόχρονα τη μείωση της παραγωγής του αγγειογενετικού  παράγοντα που είναι υπεύθυνος για την ανάπτυξη των παθολογικών νεοααγείων. Πιθανότατα αυξάνεται και  η διάχυση του οξυγόνου από τη χοριοτριχοειδική στιβάδα του χοριοειδούς στον αμφβληστροειδή.

 

  • Υαλοειδεκτομή:

Εφαρμόζεται από ειδικά εκπαιδευμένους οφθαλμίατρους  και έχει σκοπό την αφαίρεση του θολωμένου υαλοειδούς, των έλξεων που ασκούνται επί του αμφ/δους και των τυχών επαμφ/κών μεμβρανών, και την αντικατάσταση του με ειδικό λάδι ή αέριο με αποτέλεσμα την βελτίωση της όραση του ασθενούς.

 

  • Εγχείρηση κατά της αποκόλλησης αμφιβληστροειδούς

Όταν τα παραπάνω προκαλέσουν την αποκόλληση του αμφ/δούς από το οπίσθιο τοίχωμα του οφθαλμού τότε  επιχειρείται  επέμβαση αποκατάστασης.